March 10, 2011

Απόσπασμα [γ΄] από ''ανέκδοτο'' μυθιστόρημα.....


79. Όταν γύρισε πλευρό, ξύπνησε. Δεν ήταν η μέρα που περίμενε τηλέφωνό της, όπου θα μπορούσε η Χ. να γίνει η λέξη του. Γιατί εκείνη η μέρα είχε έρθει και είχε περάσει. Είχε πάρει τηλέφωνο και είχαν βρεθεί. Ξανά και ξανά, μέχρι τις 2 Δεκεμβρίου. Κυριακή πρωί. Ήταν γλυκιά τις τελευταίες μέρες στο τηλέφωνο, και ανησύχησε. Ήξερε ότι τον αγαπούσε και δεν ήθελε να τον πληγώσει. Ας μη το έδειχνε, ας μην έλεγε τίποτε σχετικό. Δεν μπορούσε να ξεπεράσει κάποια κοινωνικά σύνδρομα και το σεβόταν. Το σεβάστηκε κι εκείνη την Κυριακή. Είχαν προηγηθεί τα γενέθλιά της και πήρε κάποιες αποφάσεις. Θα την βοηθούσε στις αποφάσεις της.
«Τι προτείνεις;» είπε εκείνη.
«Ως το καλοκαίρι, να πάμε λίγες μέρες διακοπές και… τέλος. Έτσι. Ποιητικά».
«Είναι πολύ μακριά, δεν αντέχω. Λέω για την άνοιξη».
«Τότε Απρίλιο, στα γενέθλιά μου. Θα είναι το δώρο σου». Εκείνη τον κοίταξε έντρομη. Αυτός συνέχισε. «Θα με πάρεις τηλέφωνο να ευχηθείς, κι εγώ θα σε ρωτήσω αν πέρασες καλά μαζί μου. Αν δεν θεωρείς τη σχέση μας ένα ακόμα λάθος σου... Αυτό θα είναι το δώρο σου».
«Ποτέ δεν το είδα λάθος. Περνάμε καλά, αλλά…»
«Αλλά υπάρχουν κάνα δυο ‘‘γαμώτο’’…», είπε ο Κ.
Η Χ. έγειρε πάνω του κι έκλαψε ήσυχα στην αγκαλιά του. Είπαν κι άλλα.
«Θα φανεί λίγο χυδαίο, αλλά νιώθω ξαλαφρωμένη».
Όχι, δεν ήταν χυδαίο. Ήταν αδυναμία. Και ο Κ. την αγαπούσε και δεν ήθελε να γίνει ο εφιάλτης της.
Όταν άλλαξε πλευρό, ξύπνησε. Τι μέρα ήταν; Ήταν Η Μέρα. Σηκώθηκε. Ξυρίστηκε, έφτιαξε καφέ και τσιγάρο. Σήμερα είχε τα γενέθλιά του. Ήταν έτοιμος. Ντύθηκε κομψά, σαν γιορτή που ήταν, και κάθισε ν’ απολαύσει τον πρωινό καφέ. Περνώντας μπροστά από τον καθρέφτη χάρηκε με την εικόνα τού καλοντυμένου κυρίου που είδε και του έκλεισε το μάτι. Θα μπορούσε να πει πως είχε στολιστεί για να είναι ωραίος νεκρός. Σήμερα δε θα τον έβλεπε κανένας. Ούτε οι φίλοι υπήρχαν σήμερα, για τη σημερινή μέρα. Σαν να ήταν Αυτή εδώ, σαν να την περίμενε για εορταστική έξοδο.
Θα ήταν μόνο ένα τηλεφώνημα. Ύστερα; Θα γύριζε μόνος στο σύμπαν του χωρίς τη λέξη. Ούτε Θεός ούτε διάβολος υπήρχε εκεί. Ούτε έρωτας. Υπήρχε ένας στολισμένος νεκρός που χαμογελούσε ακόμα.
Περίμενε την Χ. να τηλεφωνήσει, να της χαρίσει τη ζωή της. Γέλασε. Πρώτη φορά που ένας νεκρός είναι ευτυχισμένος. Ο Κ. είχε καταλύσει κάθε όριο ανθρώπινης συμπεριφοράς. Πρώτη φορά που ένας νεκρός γιόρταζε το θάνατό του.
Έπινε τον καφέ και περίμενε με αδημονία να χτυπήσει το τηλέφωνο. Κάπνιζε και περίμενε. Χτύπησε. Ήταν η Χ. Ήταν η λύτρωσή της.
Αλέξης Σταυράτης

No comments:

Jazz Music

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Popular Music