skip to main |
skip to sidebar
ο βαρκάρης του Βόλγα
Το κουπί αγριέυει , σκορπάει το κύμα
σαν οι στάλες-τι κρίμα-, σωρός, θα χαθούν,
μοιάζουν οι όχθες τρυγύρω, ν΄ακούν,
κι αρχοντεύει της βάρκας το βήμα.
Απ΄το σούρουπο, μέχρι να δύσει
τσαπατσούλικα μπαίνει σε μέτρο η ζωή,
κι έχει ακόμα η μέρα να δει
μέχρις τούτο το βήμα να σβήσει.
Τα πουλιά πως!! φοβούνται και γέρνουν
εναν ίσκιο που φτάνει , ώρες, ως το θεο,
κι αλλες, κρύβεται μόνος κατω από το νερό,
το κατόπι του Βόλγα σαν παίρνουν.
Κι ιστορία πικρή, ποιός την ξέρει;
κι αν την λεν τα νερά, κι οι αρμοί του,
με μια χλένη σκεπάει το κορμί του,
να ΄χει ζέστη, χειμώνα σαν φέρει.
Πέρα δώθε , ταξίδια για χρόνια
κι η θλίψη ως λένε, παν΄στη βάρκα δεμένη,
με χαρά περισσή περιμένει..
να κατέβει η ομίχλη απ΄ τα γύρω τα κλώνια.
Οπως παίρνει η ώρα, αργοσβήνει η μορφή
στο ποτάμι, καθώς, τα χελδόνια
αργαφήνουν πατρίδες, για του θέρου τ΄αλώνια
κι αχνοφαίνεται μόνο, της σκιάς του η κορφή.
θανάσης Κρουστάλης
No comments:
Post a Comment