May 9, 2013

In Rock We Trust


"Στις 10.30 την Παρασκευή στο Ράδιο Ταξιδευτές In Rock We Trust με τον Κώστα Κουφονικόλα το ελληνικό ροκ συναντάει το ξένο και σας καλώ να είστε εδώ..."

Σχέσεις Καρδιάς


Δείτε τους ανθρώπους που έχετε γύρω σας. Σκεφτείτε εκείνους που πέρασαν από τη ζωή σας. Για κάποιο λόγο έγιναν όλα. Τίποτα δε γίνεται για πλάκα, τίποτα δε γίνετε τυχαία! Έτσι περάσατε κι εσείς από τη δική τους ζωή! Στραφείτε μέσα σας και αναρωτηθείτε τι έχετε να προσφέρετε τώρα σε όποιον ήδη υπάρχει στη ζωή σας, η σε αυτόν που πρόκειται να έρθει. Σταματήστε να απαιτείτε, και αρχίστε να μοιράζεστε...


May 8, 2013

Ράδιο Ταξιδευτές feel the music deep inside \♫/


Stellamara - Kyrie Eleison

Κι όταν η ψυχή σού μιλά, καλύτερα εσύ να σιωπάς. Και σκύψε όσο μπορείς να την ακούσεις, γιατί η φωνή της είναι πάντα ψίθυρος, για να μην ενοχλεί την επιθυμία σου... 
Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης


Την καληνύχτα μου!!

Ράδιο Ταξιδευτές feel the music deep inside \♫/

May 7, 2013

ΝΑΙ ! Επιτέλους ενδίδω!


Μα αν αναζητάς, όπως λες, την εσωτερική γαλήνη θα πρέπει να μάθεις να επιλέγεις τις σκέψεις σου ακριβώς όπως επιλέγεις τα ρούχα σου κάθε μέρα. Αυτή είναι μια ικανότητα που καλλιεργείς σιγά - σιγά, με πολύ υπομονή και επιμονή. Αν θέλεις να ελέγχεις τη ζωή σου θα πρέπει να δουλέψεις  για αρκετό χρόνο με το μυαλό σου, γιατί αυτό είναι που πρέπει πρώτα να μάθεις να ελέγχεις. Αν δε γίνεις αφέντης των σκέψεών σου, θα παραμείνεις σκλάβος για πάντα.  Βρες ένα ήσυχο μέρος, κάθισε, και μη σηκωθείς αν πρώτα δε καταλαγιάσουν οι σκέψεις σου, αν δεν ησυχάσει ο νους σου.  Γιατί δεν το κάνεις άραγε μέχρι σήμερα;  Μετά στοχάσου πάνω σ’ αυτά που δε σ’ αφήνουν να βρεις την εσωτερική γαλήνη χωρίς να κρίνεις τον εαυτό σου. Α π ο δ έ ξ ο υ αυτό που είσαι τώρα, γιατί αυτό που είσαι τώρα, δεν είναι αυτό που πραγματικά είσαι. Προσπάθησε για μια φορά να πεις  -Ν Α Ι-  σ’ αυτό που είσαι και σ’ αυτό που συμβαίνει ΤΩΡΑ. 
Αν καταφέρεις  μια φορά να πεις ένα αληθινό «ΝΑΙ» στη στιγμή, χωρίς ενδοιασμούς, χωρίς επιλογές, τότε αυτή η κατάφαση, αυτό το μικρό άνοιγμα, μπορεί να πάρει τη μορφή ντόμινο. Μπορεί να ξεσπάσει σε μια αλυσίδα καταφάσεων που δεν έχει όρια. Αν καταφέρεις να πεις ένα αληθινό «ναι» σε μια στιγμή είναι σαν να λες «ναι» σε ολόκληρη την ύπαρξη. Είναι σαν να λες ναι στην Αιωνιότητα.
Στην πραγματικότητα υπάρχει μόνο μια στιγμή, το ΤΩΡΑ, και είναι η ίδια η Αιωνιότητα. Είναι η κάθε στιγμή, μέσα στην οποία ο Θεός, σου θέτει πάντα την ίδια ερώτηση:




«Θέλεις να πας στον παράδεισο ;

Θέλεις να γίνεις ένα με την αιωνιότητα;»


Κι όλοι επαναλαμβάνουμε την ίδια απάντηση κάθε φορά, κάθε σ τ ι γ μ ή:



Όχι ευχαριστώ, όχι ακόμα…

Όχι ευχαριστώ, όχι ακόμα…

Όχι ευχαριστώ , όχι ακόμα…

Όχι ευχαριστώ , όχι ακόμα…


Κι έτσι γεννιέται ο χρόνος που δεν είναι παρά αυτή η συνεχόμενη άρνηση στην πρόσκληση του Θεού. Στην ουσία η ά ρ ν η σ η  της Μ Ι Α Σ και ΜΟΝΑΔΙΚΗΣ στιγμής μέσα στην οποία βρισκόμαστε πάντα.


Αυτή είναι η ιστορία της ζωής του καθενός μας. Πίσω απ’ όλες τις διαφορές μας κρύβεται η ίδια πάντα ιστορία. Είναι η ιστορία της αργής μετακίνησης από το όχι στο ναι. Όλη η ζωή μας είναι ένα «όχι ακόμη, ευχαριστώ». Μέχρι να φτάσουμε στο τέλος, στο λιμάνι, στην ΙΘΑΚΗ και να πούμε: 




ΝΑΙ, επιτέλους ενδίδω,


ΝΑΙ αποδέχομαι,


ΝΑΙ ασπάζομαι,


ΝΑΙ, ΓΕΝΗΘΗΤΩ ΤΟ ΘΕΛΗΜΑ ΣΟΥ!



Αυτό είναι το ταξίδι μας. Ίσως τελικά ο προορισμός μας να είναι προαποφασισμένος. Ίσως τελικά, όλοι μας αργά ή γρήγορα να φτάσουμε σ’ αυτό το πολυπόθητο ΝΑΙ! 

Υμνώ το σώμα



Ι.
Υμνώ το σώμα που υψώνεται σαν μίσχος
σώμα γυναίκας που γοργά ή νωχελικά κινείται
που ανθίζει και τον χειμώνα ακόμα
που αλλάζει όσα νεκρώνουν κύτταρά του
σε ρόδινη φρέσκια σάρκα, που δίνει
τις δικές του προσταγές γι' αέναες επιθυμίες
για σμίξιμο και συνταύτιση μ' ένα άλλο σώμα.

Υμνώ και το κουρασμένο σώμα της γυναίκας
το λυγισμένο από τον μόχθο κάθε μέρας
το φυραμένο, με στεγνωμένους τους χυμούς
το σώμα που το απειλεί η ακινησία
το φοβισμένο από την ηλικία, την αρρώστια
που ενώ ξέρει πως τελικά νικάει ο θάνατος
δεν παραδίδεται άνευ όρων στη φθορά.

ΙΙ.
Υμνώ τα πόδια που δεν αγγίζουν λες τη γη
σαν να ήσανε αέρινα, τις γάμπες σαν σπαθιά
που σκίζουνε στα δυο και το πιο βαθύ σκοτάδι
τ' ασυμβίβαστα γόνατα, τους γλυπτούς μηρούς
που προλειαίνουν ως τα κατάβαθα τις συνερεύσεις
τους διπλοθόλωτους γλουτούς, τη χαραγή τους
το σχίσιμο του κόλπου, το κλειδί της ηδονής.

Υμνώ και τα πόδια με τους πρησμένους αστραγάλους
τα κότσια, τις τριχωμένες γάμπες τις χοντρές
μ' εξογκωμένες φλέβες, φαγωμένες από κιρσούς
τα τσακισμένα γόνατα της δουλειάς, της ορθοστασίας
τα παχιά μεριά με βούλες απ' την κυτταρίτιδα
τις αδρόσιστες, συγκαμένες, μέσα παρειές τους
τα κρεμαστά καπούλια με τους απόκρυφους καημούς.

ΙΙΙ.
Υμνώ τα όρθια στήθη όπως των αγαλμάτων
στο χάιδεμα άγουρα, στο χούφτιασμα γινωμένα
με ρόγες κόκκινες όπως οι άγριες φράουλες
τα μπράτσα που ξέρουν ν' αγκαλιάζουν
τον στητό λαιμό, τις πλάτες επίπεδες κι ανθεκτικές
τη χορευτική κοιλιά με όσες χρειάζονται καμπύλες
με το χρυσό της χνούδι ακύμαντο να περιμένει.

Υμνώ και τις χαλαρές κοιλιές μανάδων
με ουλές από καισαρικές τομές, από εγχειρήσεις
τα προκοίλια γυναικών με το αδηφάγο λίπος
μοναδική απόλαυσή τους, τις κυρτωμένες πλάτες
τα μπράτσα τα πλαδαρά με τις αξύριστες μασχάλες
τους γερτούς τραχήλους, τους έρημους κούφιους κόρφους
με τους σβησμένους πόθους, τις άσβηστες ορέξεις.

IV.
Υμνώ το πρόσωπο που η ομορφιά του σε θαμπώνει
το πρόσωπο με τ' ατίθασα, ηλεκτροφόρα του μαλλιά
τα ματοτσίνουρα που αναβοσβήνουνε το φως
τη μύτη λεπτόγραμμη όπως πλώρη καϊκιού
την τέλεια γεωμετρία των χειλιών με το πηγούνι
το στόμα που στον έρωτα στάζει ροδόνερο και λόγια.
Υμνώ τα μάτια που καθρεφτίζουν δύο απρόβλεπτα πελάγη.

Υμνώ και το πρόσωπο που η ομορφιά το εγκαταλείπει
ή τρομαγμένη κρύβεται στο βάθος των ματιών
το πρόσωπο το σκαμμένο από αγκαθωτές ρυτίδες
με βλέμμα πήλινο, στεγνό, με βλέφαρα άδειες φούσκες
με φρύδια αθέριστα χωράφια, το πάνω χείλι τριχωτό
με κρεατοελιές στα χαμηλά της μύτης, στο πηγούνι.
Υμνώ το πρόσωπο που το τύλιξε μια σταχτιά σκιά.

V.
Υμνώ τα χέρια που δίνουν μορφή στην ύλη
που γράφουν στο χαρτί, στη γραφομηχανή, στον υπολογιστή
που σιωπώντας ξέρουν να μιλούν, τ' ασημένια χέρια
που σφίγγουν, θωπεύουν, αποχαιρετούν για πάντα
τα χέρια που πιάνουν ό,τι ακάθαρτο μένοντας αθώα
που ανασηκώνουν μωρά, αρρώστους, πληγωμένους.
Υμνώ τα δάχτυλα που αγγίζουν όργανα και χαρίζουν μουσική.

Υμνώ τα χέρια που βαριά δουλεύουν, τα τραχιά
τα μασημένα από μηχανές, τα ματωμένα από εργαλεία
τα καταπονημένα από τη λάτρα του σπιτιού
τα δάχτυλα με τα ραγισμένα, ξεφλουδισμένα νύχια.
Υμνώ τα χέρια που παίρνουν όπλα για την ελευθερία
τώρα όμως μόνο αφού εξετάσω και βεβαιωθώ
πως η ελευθερία που υπόσχονται δεν είναι μια νέα σκλαβιά.

VI.
Υμνώ και το σώμα του άντρα, όμως αυτό λιγότερο
ίσως γιατί λιγότερο μ' εμπνέει, λιγότερο το παρατηρώ
ίσως γιατί δεν διαφέρει τόσο πολύ απ' της γυναίκας.
Πάντως υμνώ το αρμονικό, το αθλητικό του σώμα
όπως και το ακρωτηριασμένο σε πολέμους, σ' ατυχήματα,
το σώμα σε γιορτή, σε συντροφιά, σε στοχασμό.
Κυρίως το υμνώ όπως το ύμνησαν γλύπτες και ζωγράφοι.

Υμνώ το κατορθωμένο σώμα σ' όλες του τις εποχές
όχι μονάχα στην εαρινή, την πρώτη
που όλα τα σώματα είναι από μόνα τους ωραία.
Υμνώ το σώμα που διασχίζει τους καιρούς
όπως καράβι τους ωκεανούς, που συνεχίζει
παρά τα ρήγματα, τις ζημιές, τις αβαρίες,
που μπορεί ν' αναγνωρίζει όλες τις δικές του απώλειες.

VII.
Υμνώ το σώμα που πλάθει τη συνείδησή μου
που φυλάει σε μια κρυψώνα του όσα της ξεφεύγουν
που γεννάει αισθήσεις, σκέψεις, τη μιλιά μου. Το σώμα
που όταν χαθεί θα ζει μες στις δικές μου λέξεις
αυτό που μου γέννησε και τη λέξη χρόνος
γιατί χωρίς το ανθρώπινο κορμί χρόνος δεν υπάρχει
ή κι αν υπάρχει ποτέ δεν αποχτάει νόημα.

Υμνώ το σώμα που μ' αντέχει, δεν μ' έχει βαρεθεί
δεν μ' έχει αποτινάξει από πάνω του
το σώμα που ό,τι κι αν του κάνω
με μεταφέρει, με μετακινεί, με κρατάει ορθό.
Υμνώ το απόλυτο σώμα, το σώμα όλων, το δικό μου
που με καλύπτει, μ' έχει σφιχτά αγκαλιασμένο
αυτό που μαζί μια μέρα θα τελειώσουμε.

Τίτος Πατρίκιος

May 3, 2013

Ο ταξιδιώτης και η μαργαρίτα ...

Μεσάνυχτα... Στον ουρανό τον ήσυχο, το βαθυσκότεινο, θαμποσβήνουν δειλά, αχνόφωτα τα αστέρια σ’ άπειρους μαγευτικούς συνδυασμούς, αμέτρητες εξωτικές, παραμυθένιες ζωγραφιές. Αστέρια πολλά. Μυριάδες αστέρια. Φαναράκια χρυσαφιά, που, με τις τοσοδούλικες τους λάμψεις, ζωγραφίζουν στα μενεξεδένια βελούδα γαλέρες, γιρλάντες, άτια και κάστρα και θεριά παράξενα.Εκεί ψηλά, στων αστεριών τον κόσμο που η χλωμόχρυση σελήνη βασιλεύει, πλανιόταν κάποτε συντροφικά τρία άστρα μικρά, αδέλφια αγαπημένα. Το πρώτο το ‘λεγαν Αυγερινό, τα’ άλλο Αστραφτερή και το τρίτο το τελευταίο, που ‘χε την πιο γλυκόθωρη λάμψη απ’ όλα τ’ άλλα αστέρια που το στερέωμα στολίζουν, το ‘λεγαν «Καμάρι τ’ Ουρανού». Ανέμελα έπαιζαν κρυφτό στα πουπουλένια νέφη, κυνηγητό με τις φεγγαραχτίδες, που γλιστρούσαν γοργά, γνέφανε γελαστά, χάνονταν και ξέφευγαν στ’ απλόχωρα ουράνια χαρωπές. Ώσπου κουράστηκε κάποια νυχτιά το Καμάρι τ’ Ουρανού με τ’ αδέλφια του αντάμα. Απόκαμε να παίξει. Βαρέθηκε να θαυμάζει το φεγγάρι εκστατικά. Πεθύμησε σ’ άλλους κόσμους, κόσμους πρωτόγνωρους, αλαργινούς, να ταξιδέψει. Δεν το χώραγε ο ουρανός, άχαρος και πληχτικός του φαινότανε ο γαλαξίας. - Μη φεύγεις! παρακάλεσε η Αστραφτερή. - Μη μας αφήνεις! κλάφτηκε ο Αυγερινός. Μα το ‘χε πάρει απόφαση το Καμάρι τ’ Ουρανού. Υπόσχεση του έδωσε πως θα γυρνούσε σίγουρα, προτού η ροδόλουστη αυγούλα ξεπροβάλει, και, μ’ ένα σάλτο ανάλαφρο, αποχαιρέτησε τους συντρόφους του και τις ουράνιες στράτες. Άρχισε να γλιστρά γοργά στο διάφανο διάστημα, νιώθοντας έναν ίλιγγο μεθυστικό, ίλιγγο που τ’ ανατρίχιαζε, του έκοβε την ανάσα. Ένα τράνταγμα, μια μαρμαρυγή, κι έπεσε το Καμάρι τ’ Ουρανού στη Γή! Όταν συνήλθε απ’ την παραζάλη, έφερε το βλέμμα γύρωθε του. Είχε βυθιστεί σ’ ένα λιβάδι άγνωστο και σκοτεινό, κι η αχνή του ανάσα φανέρωνε μια ύπαρξη μαγευτική, εκεί κοντά του. Πλάι του ακριβώς, στην άκρη μίσχου λεπτού, φύτρωνε ένας ήλιος τοσοδούλης, στεφανωμένος πάλλευκες αχτίδες. - Ποιος είσαι; μίλησε η μαργαρίτα πρώτη. - Ένας ταξιδιώτης από το γαλαξία. Εσύ; - Λουλούδι. Δεν έχεις ξαναδεί; - Όχι. Από πού έπεσες εδώ; - Δεν έπεσα. Εδώ έτυχε ν’ αναστηθώ, εδώ, σ’ ένα λιβάδι μυστικό, να ρουφώ από τη γή πικρούς χυμούς και να προσμένω… Δε χόρταινε να την κοιτά, να θαυμάζει το φλουράτο κεφαλάκι με τα χαριτωμένα πέταλα, τον ντελικάτο μίσχο της τον τρυφερό. Απόμειναν για λίγο σιωπηλοί. Μόνο τ’ αργοθρόισμα ακουγόταν. Ύστερα, σιγανή άκουσε τη φωνή της: Έψαχνες να με βρείς; Έτσι θαρρώ! Είχε σκήψει πλάι του. Πολύ κοντά του. Ένιωσε το άρωμα της. Ένα της πέταλο άγγιξε μια χρυσαφιά του ακίδα. Ρίγησαν. Μια άλικη σπίθα ελαμψε ανάμεσα τους, κι η ψυχή του ξενιτεμένου αστεριού πλημμύρισε λατρεία τρυφερή για την μαργαρίτα την χλωμή, που ‘γερνε πλάι του σιγοτρέμοντας, απ’ τη φεγγοβολιά του θαμπωμένη. Κι εκείνη η κρυσταλλένια νύχτα ήταν μεγάλη, ατέλειωτη, με ώρες μεθυστικές, αμέτρητες, στιγμές μαγευτικές, ολόδικες τους. Το βαθυσκότεινο λιβάδι κοιμόταν απέραντο, ανασαλεύοντας νωχελικά στη μυρωμένη αύρα.Ξάφνου, μια σκιά πέρασε σαν αστραπή απ’ το λιβάδι, και προτού καλά καλά φανεί, την κατάπιε πάλι το σκοτάδι. Το αστέρι ένιωσε μια σαΐτα να κεντά τα’ ασημένια του τα φυλλοκάρδια, και την ίδια τη στιγμή ζήλια μαρτυρική στην ψυχή του να φουντώνει! Όσο ένιωθε την καλή του αγγελικά να το θωρεί, αμφιβολία βασανιστική το τυραννούσε, ζήλια για κάθε χορτάρι του απέραντου αγρού, για κάθε κρυφή της μαργαρίτας σκέψη… Βαθιά την αγαπούσε. Κι εκείνη το ίδιο άραγε; Αν καμωνόταν; Αν κάποιο άλλο αστέρι πρόσμενε; Αν πεταλούδες πλουμιστέςονειρευόταν; Αν ταξίδευε κι αυτή στα όνειρά της; Πως θα σιγουρευόταν; Πως θα μάθαινε τα μυστικά της; Πως; Τέτοια συλλογιζόταν, όταν τράβηξε με δύναμη ένα πέταλο χιονάτο. - Μ’ αγαπά, μουρμούρισε όπως τ’ άφηνε να πέσει. Έπειταδισταχτικά τράβηξε ακόμα ένα. - Δεν μ’ αγαπά, ψέλλισε βραχνά. - Μη! στέναξε η μαργαρίτα τρέμοντας από πόνο γλυκό, παράπονο, απορία. Μα μες στη μέθη του τα’ αστέρι, πως θα μάθαινε, όπου να ‘ναι την αλήθεια, δεν έδωσε στο μαρτύριο της σημασία. - Μ’ αγαπά: γέλαγε τρισευτυχισμένο. - Δε μ’ αγαπά! θρηνούσε σκυθρωπό. Κι ασυλλόγιστα μαδούσε ολοένα τα πέταλα της τα χιονάτα, ένα ένα. - Γιατί; ψιθύριζε τ’ άδολο ανθάκι λαβωμένο. Μα τ’ αστέρι δεν την άκουγε, στον οίστρο του παραδομένο. - Μ’ αγαπά! - Δε μ’ αγαπά! Πονούσε η μαργαρίτα. Πονούσε πολύ. Με κάθε πέταλο απαλό έφευγε και μια πνοή. Ώσπου τράβηξε το στερνό της πέταλο τ’ αστέρι. - Μ’ αγαπά! φώναξε χαρούμενο. Κι ο αντίλαλος του γύρισε θλιμμένος πίσω. Σταμάτησε, σκέφτηκε. Είδε την μαργαρίτα να σκιρτά όλο παράπονο, να ξεψυχά εκεί, στης λάμψης του την αχνόφωτη αγκαλιά. Έγειρε αργά αργά, άγγιξε τη χλόη. Της αύρας η πνοή πήρε τα πέταλα, τα σκόρπισε τριγύρω. Ύστερα, τίποτ’ άλλο πια. Μόνο σκοτάδι. Κι ολόγυρα, σκούρα, πυκνά χορτάρια απειλητικά. Τότε μόνο ένιωσε τι της είχε κάνει. Τρεμόπαιξε για μια στιγμή, στέναξε κι έπαψε ν’ ανασαίνει χρυσαφένιο φως. Άδικα πρόσμενε ο Αυγερινός. Άδικα τ’ αναζητούσε η Αστραφτερή.. γιατί δε γύρισε το Καμάρι τ’ Ουρανού, όπως είχε υποσχεθεί; Την άλλη μέρα, όταν ροδόλουστη η αυγή απ’ της ανατολής τ’ ασημογάλαζα ξεπρόβαλε τα τούλια, σ’ απλόχωρο λιβάδι λιόχαδο, πνιγμένα μες στη δροσερή του αγκάλη, βρήκε μια μαδημένη μαργαρίτα κι ένα σβησμένο αστέρι βυθισμένα…

Ο ταξιδιώτης και η μαργαρίτα ... Tου Ευγένιου Τριβιζά

Jazz Music

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Popular Music