January 4, 2013

Rene Aubry - Apres la pluie

Η μουσική ανήκει στη σφαίρα των αισθήσεων, κυριολεκτικά μας βοηθάει να ζήσουμε. Αν την αφαιρέσουμε από τον κόσμο, είναι σχεδόν σα να αφαιρούμε την αγάπη. 
Η άποψη για τη μουσική του Rene Aubry


January 3, 2013

I am light

I am light.... coded with flesh & emotions 
Golden opportunities present themselves
When I am conscious - present 
With who and what I am 
Challenges occur only when I forget 
That light is who I am 
Darkness is but a dream ( nightmare ) 
How long does it take to remember 
How long does it take to forget
Today ... Now .. I will awake and be free 
>From the prison illusion that death is real
I am not the body I am free
For I am as god created me
Light and love



Carlos Santana

January 1, 2013

Hammerfall - Dreams come true

Καταντήσαμε, γίναμε, είμαστε, μια κοινωνία μίσους και οργής... 
Αμόρφωτη νεολαία, φανατισμένη, απο κάπου θέλει να πιαστεί..
Aμόρφωτοι γονείς , ξεχάσανε το παρελθόν τους...
Είμαστε στην πρώτη θέση, της Ε.Ε , στην διαφθορά. Είμαστε στην ίδια θέση παγκοσμίως με την Κολομβία, στην διαφθορά. Μας ενδιαφέρει μόνο το χρήμα, μόνο η κοιλιά μας, μόνο η βόλεψη μας...
Πάλι θα αναζητήσεις μια "ιδέα", ένα "ιδανικό" να κρατηθείς. Μια νέα Τήνο να γονατίσεις για να εξιλεωθείς. Μια νεα εικόνα να φιλήσεις και να ικετέψεις. Έναν νέο ηγέτη να υποκλιθείς και να προσκυνήσεις. Μια νεα εξουσία για να της δώσεις το βάρος της διαχείρισης της ζωής και της ψυχής σου. Ποτέ εσυ ο ίδιος δεν θα κάνεις το καλύτερο δυνατό για να αλλάξεις τα πράγματα ....
Είσαι ενας σκλάβος , ενα ελαττωματικό κατασκεύασμα που αρνείται να δει την πραγματικότητα, να αγαπήσει, να πάψει να είναι έρμαιο παθών και αφεντικών.

<Σε μισώ για αυτό που είσαι και που εχεις καταντήσει ανθρωπάκο.
Σε λατρεύω για οτι μπορείς να γίνεις και για οσα μπορείς να κατακτήσεις, ανθρωπάκο.>
Πάψε να προσκυνάς. Πάψε να πιστεύεις. Πάψε να παρακαλάς. Πάψε να μισείς. Πάψε να θέλεις βία και "ιδανικά" για να αποκτήσει ένα κάποιο νόημα η κενή και ανούσια ζωή σου .
Το απαιτώ. Αλλιώς θα μας βρεις απέναντι. Πάντα θα μας βρίσκεις απέναντι. Θα είμαστε η φωνή της συνείδησης που αρνήθηκες να ακούσεις. Η φωνή που αρνήθηκες να υπηρετήσεις. Η φωνή του ελεύθερου, ανυπότακτου, αγνού, Ανθρώπου, που κρύβεται μέσα σου.

<Πάψε να φοβάσαι ανθρωπάκο. Θέλησε, Αγάπησε, Ελευθερώσου>

K.C

πηγη

rata blanca*el sueño de la gitana



La Gitana
~*~
by Aleister Crowley

Your hair was full of roses in the dewfall as we danced, 
The sorceress enchanting and the paladin entranced, 
In the starlight as we wove us in a web of silk and steel 
Immemorial as the marble in the halls of Boabdil, 
In the pleasuance of the roses with the fountains and the yews 
Where the snowy Sierra soothed us with the breezes and the dews! 
In the starlight as we trembled from a laugh to a caress, 
And the God came warm upon us in our pagan allegresse. 
Was the Baile de la Bona too seductive? Did you feel 
Through the silence and the softness all the tension of the steel? 
For your hair was full of roses, and my flesh was full of thorns, 
And the midnight came upon us worth a million crazy morns. 
Ah! my Gipsy, my Gitana, my Saliya! were you fain 
For the dance to turn to earnest? - O the sunny land of Spain! 
My Gitana, my Saliya! more delicious than a dove! 
With your hair aflame with roses and your lips alight with love! 
Shall I see you, shall I kiss you once again? I wander far 
From the sunny land of summer to the icy Polar Star. 
I shall find you, I shall have you! I am coming back again 
From the filth and fog to seek you in the sunny land of Spain. 
I shall find you, my Gitana, my Saliya! as of old 
With your hair aflame with roses and your body gay with gold. 
I shall find you, I shall have you, in the summer and the south 
With our passion in your body and our love upon your mouth - 
With our wonder and our worship be the world aflame anew! 
My Gitana, my Saliya! I am coming back to you!


~*~


πηγη

Το μονοπάτι μου



Βρέχει πάλι λέξεις
ματώνοντας το μονοπάτι μου....
και καθώς στο γέννημα της ανατολής αναπνέω την ανάσα σου στη δύση 
καίω τις αναμνήσεις μου.....

AnimA

December 31, 2012

Ευχή


Ευχή για το χρόνο που έρχεται ?...μόνο μια..ονειρευτείτε πιστέψτε τα όνειρα σας και αυτά δεν θα σας γελάσουν....
Τα όνειρα σας μπορούν να γίνουν η αρχή για έναν πιο όμορφο κόσμο...Έναν κόσμο πιο απλό.....Γεμάτο χαμόγελα παιδιών...Ευτυχισμένων παιδιών και αφήστε την καρδιά σας να πλημμυρίσει απο αγάπη......


December 30, 2012

Φτύνω λέξεις

Φτύνω λέξεις όταν καίγεται ο νους ...
φυλακίζονται τα αισθήματα....
περνώντας γρήγορα το διάδρομο της θλίψης
καρτερώ την ανάσα του ηλιοβασιλέματος....

AnimA

Οι Ινδιάνοι υπονομεύτηκαν από την ίδια τους τη φιλοξενία και από την αδυναμία των όπλων τους.


Λίγο καιρό μετά την ανακάλυψη του Κολόμβου, Ισπανοί και Πορτογάλοι άποικοι έφτασαν από την Ευρώπη για να εκμεταλλευτούν τα νέα εδάφη και αποφάσισαν ότι οι γηγενείς δεν ήταν πολύ καλύτεροι από ζώα.
Ο καθολικός ιππότης Βιλγκαινιόν τους χαρακτήρισε «κτήνη με ανθρώπινο πρόσωπο» «ce sont des betes portant figure humaine», ο καλβινιστής ιερέας Ρισέ υποστήριξε ότι δεν είχαν καμία αίσθηση περί ηθικής «l’hebetude crasse de leur esprit ne distingue pas le bien du mal»  και ο γιατρός Λοράν Ζουμπέρ, αφού πρώτα εξέτασε πέντε Βραζιλιανές, ισχυρίστηκε ότι δεν είχαν περίοδο και άρα κατηγορηματικά δεν ανήκαν στην ανθρώπινη φυλή.
Αφού λοιπόν τους απογύμνωσαν από την ανθρώπινη φύση τους, οι Ισπανοί άρχισαν να τους σφαγιάζουν σαν ζώα. Ως το 1534, σαράντα δύο χρόνια μετά την άφιξη του Κολόμβου, οι αυτοκρατορίες των Αζτέκων και των Ίνκας είχαν καταστραφεί, και οι υπήκοοι τους σκλαβώθηκαν ή δολοφονήθηκαν. Ο Μονταίνι διάβασε για αυτές τις βαρβαρότητες στο Brevissima Relation de la Destruction de las Indias του Βαρθολομαίου Λας Κάσας (που τυπώθηκε στη Σεβίλλη το 1552 και μεταφράστηκε στα γαλλικά το 1580 από τον Ζακ ντε Μιγκροντ ως Tyrannies et cruautes des Espagnolsperpitrees es Indes occidentals qu’on dit le Nouveau Monde).
Οι Ινδιάνοι υπονομεύτηκαν από την ίδια τους τη φιλοξενία και από την αδυναμία των όπλων τους. Άνοιξαν τις πόλεις και τα χωριά τους στους Ισπανούς και ανακάλυψαν ότι οι φιλοξενούμενοι τους στράφηκαν εναντίον τους όταν δεν το περίμεναν. Τα πρωτόγονα όπλα τους δεν μπορούσαν να συναγωνιστούν τα ισπανικά κανόνια και σπαθιά, και οι κονκιοταδόρες δεν επέδειξαν τον παραμικρό οίκτο για τα θύματα τους. Σκότωναν παιδιά, ξεκοίλιαζαν εγκύους, έβγαζαν μάτια, έκαιγαν ολόκληρες οικογένειες ζωντανές και έβαζαν φωτιά σε χωριά μέσα στη νύχτα.
Εκπαίδευσαν σκυλιά να πηγαίνουν στις ζούγκλες όπου κατέφυγαν οι Ινδιάνοι και να τους ξεσκίζουν.
Οι άντρες στέλνονταν να δουλέψουν σε χρυσωρυχεία και αργυρωρυχεία, δεμένοι μεταξύ τους με σιδερένια κολάρα. Όταν πέθαινε κάποιος, έκοβαν το σώμα του από την αλυσίδα, ενώ οι σύντροφοι του εκατέρωθεν συνέχιζαν να εργάζονται. Οι περισσότεροι Ινδιάνοι δεν άντεχαν πάνω από τρεις βδομάδες στα ορυχεία. Οι γυναίκες βιάζονταν και παραμορφώνονταν μπροστά στους συζυγούς τους.
Η προτιμώμενη μορφή παραμόρφωσης ήταν να τους σκίζουν τα πιγούνια και τις μύτες. Ο Λας Κάσας ανέφερε πώς μια γυναίκα, βλέποντας τα ισπανικά στρατεύματα να προελαύνουν με τα σκυλιά τους, κρεμάστηκε μαζί με το παιδί της. Ένας στρατιώτης πλησίασε, έκοψε στα δύο το παιδί με το σπαθί του, έδωσε το μισό στα σκυλιά του κι έπειτα ζήτησε από τον καλόγερο να προχωρήσει στη νεκρώσιμη ακολουθία ώστε το βρέφος να εξασφαλίσει μία θέση στον Παράδεισο.
Με τους άντρες χωριστά από τις γυναίκες, απελπισμένοι και φοβισμένοι, οι Ινδιάνοι αυτοκτονούσαν κατά χιλιάδες. Ανάμεσα στη γέννηση του Μονταίνι το 1533 και την έκδοση του τρίτου τόμου των Δοκιμίων του το 1588, ο γηγενής πληθυσμός του Νέου Κόσμου εκτιμάται ότι μειώθηκε από 80 σε 10 εκατομμύρια. 
  Από το βιβλίο του Αλαίν ντε Μποττόν «Η παρηγοριά της φιλοσοφίας» 

December 29, 2012

Αν δεν καώ εγώ - Αν δεν καείς εσύ - Πως θα γίνουν τα σκοτάδια φως;

Τον πιο παλιό καιρό ζούσε εδώ μία κοινότητα Ανθρώπων. Γύρω απ’τις τρεις μεριές του οικισμού, ήταν το Μαύρο Δάσος. Και από την τέταρτη, η απέραντη στέπα. Για πολύ καιρό ο ήλιος έλαμπε και ο ουρανός ήταν γαλάζιος, και έτσι οι Άνθρωποι ήταν γενναίοι και ευτυχισμένοι. 

Μα κάποια μέρα, ήρθανε απ’την στέπα άλλοι Άνθρωποι, πιο νέοι, πιο βάρβαροι, πιο δυνατοί και έδιωξαν τους πρώτους, βαθιά μέσα στο Μαύρο Δάσος. Έλη τους περικύκλωσαν και βάλτοι και το σκοτάδι ήτανε πυκνό. Άρχισαν να πεθαίνουν, ο ένας μετά τον άλλο, απ’τα κουνούπια και τον μολυσμένο αέρα. 
Τότε, γυναίκες και παιδιά, αρχίσανε τους θρήνους και όλοι μαζί καθίσαν να σκεφτούν σαν τι θα κάνουν. 

-Δυό δρόμοι ανοίγονται για μας. 

  • Ο ένας, προς τα πίσω. Μα εκεί, βρίσκονται οι δυνατοί εχθροί μας.
  • Ο άλλος μπροστά, πέρα απ’τα Μαύρα Δάση, εκεί που τα μεγάλα δέντρα, με τα πανίσχυρα κλωνιά τους αγκαλιάζονται κι οι κόμποι απ’τις γυμνές τους ρίζες βυθίζονται βαθιά, στη λιπαρή τη λάσπη.

Και το σκοτάδι ήταν πυκνό και τα μεγάλα δέντρα –δέντρα πέτρινα- στεκόντουσαν βουβά και ακίνητα, μέσα στο μαύρο θάμπος και πιο σφιχτά πλησίαζαν το να το άλλο, τριγύρω στους Ανθρώπους. Μα εκείνοι είχαν συνηθίσει την απλωσιά της στέπας και πιο πολύ τους στένευε το Δάσος, παρά θηλιά κρεμάλας στο λαιμό τους. 

Και η Ώρα χτύπησε Έντεκα. Και όμως, κάποτε ήταν δυνατοί και θα μπορούσαν να νικήσουν. Μα τώρα, κάτω απ’τα πυκνά κλαδιά, χάθηκε η ψυχή και –ίσως- το σώμα. Και οι θρήνοι γέννησαν την Φρίκη. 
Και οι Μάνες κλαίγανε τους πεθαμένους. Και οι ζωντανοί αλυσοδέθηκαν από τον Φόβο. Λόγια δειλίας άρχισαν να ακούγονται μέσα στο Δάσος. Και ήθελαν στους εχθρούς να παν και γονατίζοντας να τους προσφέρουν τη λευτεριά τους. 

Και είπε ο Ντάνκο: 

-Σύντροφοι, δεν κυλάει η πέτρα με την σκέψη μόνο. Όποιος δεν κάνει τίποτε, δεν του συμβαίνει τίποτε. Γιατί να σπαταλιέται η δύναμή μας στον καημό; Πάμε στο Δάσος και ας το περάσουμε ως πέρα. Σίγουρα θα χει κάποιο τέλος. Όλα στον Κόσμο έχουν ένα τέλος. Εμπρός λοιπόν! 

-Οδήγησε μας, με μια φωνή είπανε όλοι. Και ξεκίνησαν. 

 

Και σε κάθε βήμα, ο Βάλτος –άπληστο σάπιο στόμα- καταβρόχθιζε Ανθρώπους. Σαν φίδια απλωθήκανε παντού οι ρίζες και κάθε βήμα το πληρώνανε με αίμα. Περπάτησαν πολύ καιρό και όλο πύκνωναν τα σκοτάδια. Κουράστηκαν και άρχισαν να γκρινιάζουν για τον Ντάνκο και έλεγαν πως, άδικα, νέος και άπειρος τους έσυρε εδώ κάτω –κι ας είχαν όλοι τους συμφωνήσει. 

Και κάποτε, στο Δάσος μπόρα ξέσπασε. Και έγινε το σκοτάδι πιο μαύρο και απ’της Κόλασης τις νύχτες. Μα ο Ντάνκο περπατούσε πάντα εμπρός. Και τα κλαδιά των δέντρων τους κυκλώσανε. Και κεραυνοί σκίζανε τον αιθέρα. Όλο δυνάμεις και πιο λίγες τους απόμεναν. Μα εκείνος περπατάει πάντα μπρος –«ένας αυτός, και ζει για χίλιους». 
Τσάκισαν και έχασαν το θάρρος τους και ρίξανε το φταίξιμο στον Ντάνκο. 

-«Σας οδηγώ εγώ», μας είπες! -Σας οδήγησα. Μα εσείς; Σέρνεστε όλο πιο πολύ στη λάσπη, μπουσουλώντας με τα τέσσερα, σα ζώα. Σκοτείνιασαν τα μάτια τους και φάνηκε μέσα σ’αυτά η λάμψη του θανάτου. «Κοίτα τους», μονολόγησε, «πριν όλοι φίλοι, τώρα όλοι τους θηρία» και λάμψανε τα μάτια του σαν φάροι. Και βλέποντάς το αυτό, σκέφτηκαν πως τρελάθηκε και πως, γιαυτό -έτσι ζωηρά- φλογίστηκε η ματιά του και φυλάχτηκαν. Και σαν κοπάδι λύκων –που θήραμα μυρίστηκε- μαζεύτηκαν, γιατί περίμεναν πως θα ριχτεί πάνω τους πρώτος. Και άρχισε να στενεύει γύρω του ο κλοιός. Και αυτός κατάλαβε τη σκέψη τους και η σκέψη γέννησε στην φλογερή καρδιά του το παράπονο. Και όλο το Δάσος άρχισε να ψέλνει το μαύρο, πένθιμο τραγούδι του. Και ο κεραυνός βροντάει και η βροχή πέφτει ασταμάτητα. 

-«Αν δεν καώ εγώ –αν δεν καείς εσύ- πως θα γενούνε τα σκοτάδια φως;» φώναξε, κι απ’τη Βροντή πιό δυνατά. Και έσκισε με τα χέρια του το στήθος του και έβγαλε από μέσα την καρδιά του και την κρατάει ψηλά, απ’τα κεφάλια πάνω των Ανθρώπων. Αναλαμπάδιασε η Καρδιά –σαν ήλιος- και το σκοτάδι διαλύθηκε μέσα στο φως. Και οι Άνθρωποι –κατάπληκτοι- μαρμάρωσαν. 

-Εμπρός, φωνάζει ο Ντάνκο και ρίχνεται μπροστά, στην πρωτινή του θέση, ψηλά κρατώντας την Φλεγόμενη Καρδιά του -που φώτιζε την Μοίρα των Ανθρώπων. Τον ακολούθησαν σαν μαγεμένοι. Το Δάσος αντιβούισε έκπληκτο, μα η βοή του πνίγηκε στον Ήχο των Χρωμάτων. Και τώρα πέθαιναν, μα πέθαιναν δίχως παράπονα και παρακάλια. Έτρεχαν γρήγορα μπροστά, με γενναιότητα το Φως του Φάρου ακολουθώντας –την Καρδιά του. Και ο Ντάνκο πάντα προχωρούσε προς τα εμπρός και η Φλόγα της Καρδιάς του όλο φούντωνε και φούντωνε. Και τέλειωσε το Δάσος. Και έμεινε πίσω τους, βουβό. Και στα λιβάδια πέρα, στη μεγάλη στέπα σαν ξεμύτισαν, λούστηκαν ξαφνικά από ηλιόφως και καθαρό αέρα ξεπλυμένο απ’την βροχή. Και έλαμψε ο ήλιος και πέρα, το ποτάμι, σαν φιδίσιο σώμα αντιφέγγισε. Σουρούπωνε. Κατά το λιόγερμα, άρχισε να φαντάζει κόκκινο –σαν αίμα- το ποτάμι. Και εκείνος, χαμογέλασε περήφανα. 

Και έγινε η Ώρα, Δώδεκα. Στο χώμα πέφτει και η Μάνα Γη προστάζει, και λουλούδια τον αγκάλιασαν. Και δεν τον πρόσεξε κανείς πού έπεσε κάτω. Και μόνο η γενναία του Καρδιά ακόμα άναβε. Και ένας, την πρόσεξε. Και –φοβισμένος- με το πόδι του την πάτησε. Και η Φλογερή Καρδιά του Ντάνκο, χάθηκε για πάντα.»  

Η ιστορία του Ντάνκο είναι από το βιβλίο του Μαξίμ Γκόργκι :Η φλογερή καρδιά του Ντάνκο και άλλα διηγήματα

πηγη

Jazz Music

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Popular Music