January 5, 2011

Περιμένοντας το βράδυ

Δεν ξέρω πώς, δεν ξέρω πού, δεν ξέρω πότε, όμως τα βραδιά
κάποιος κλαίει πίσω από την πόρτα
κι η μουσική είναι φίλη μας – και συχνά μέσα στον ύπνο
ακούμε τα βήματα παλιών πνιγμένων ή περνούν μες
στον καθρέφτη πρόσωπα
που τα είδαμε κάποτε σ’ ένα δρόμο η ένα παράθυρο
και ξανάρχονται επίμονα
σαν ένα άρωμα απ’ τη νιότη μας – το μέλλον είναι άγνωστο
το παρελθόν ένα αίνιγμα
η στιγμή βιαστική κι ανεξήγητη.
Οι ταξιδιώτες χάθηκαν στο βάθος
άλλους τους κράτησε για πάντα το φεγγάρι
οι καγκελόπορτες το βράδυ ανοίγουνε μ’ ένα λυγμό
οι ταχυδρόμοι ξέχασαν το δρόμο
κι η εξήγηση θα ‘ρθει κάποτε
όταν δεν θα χρειάζεται πια καμία εξήγηση
Α, πόσα ρόδα στο ηλιοβασίλεμα – τι έρωτες Θέε μου, τι ηδονές
τι όνειρα,
ας πάμε τώρα να εξαγνιστούμε μες στη λησμονιά.

January 4, 2011

Pain Of Salvation - Road Salt

This time I’ll try not to get hurt
This time I’ll stay, untouched the pain and dirt
This time I’ll stick to what I’ve learned
This time I’ll fly so low I won’t get burnt
Maybe it’s not enough
Maybe this time it’s just too much
Maybe I’m not that tough
Maybe this time the road is just too rough
Walk down, so I sit down, mmh…
I’ve walked this road so many years
I’ve worn down all my boots, I’ve cried all tears
So many crossroads left behind
So many choices burned into my mind
Maybe it’s not enough
Maybe this time it’s just too much
Maybe I’m not that tough
Maybe this time the road is just too rough
To take me home
To take me home
To take me home
To take me home
But I walk on


January 3, 2011

Κάστρα στον αέρα

Μια φορά κι ένα καιρό ζούσε στην Ινδία ένας Βραχμάνος που δε δούλευε, και το μόνο που έκανε ήταν να κτίζει κάστρα στον αέρα. Κάποια μέρα, η μάνα του τον τιμώρησε, επειδή, λέει, ξόδευε άδικα το χρόνο του και τον έπεισε να βρει δουλειά. Ευτυχώς, ένιωθε κι ο ίδιος αηδιασμένος με τον εαυτό του, κι έτσι άκουσε τη συμβουλή της. Αλλά, το θέμα ήταν, ποιο επάγγελμα θα μπορούσε να ακολουθήσει. Δεν είχε τις γνώσεις ενός ιερέα, ήταν πολύ αδύνατος σωματικά για να γίνει στρατιώτης και, αφού ήταν Βραχμάνος, δε θα μπορούσε να δουλέψει σαν υπηρέτης. Έτσι αποφάσισε να γίνει επιχειρηματίας.
“Τι θα ήθελες να πουλάς;” τον ρώτησε η μητέρα του. Εισηγήθηκε διάφορα πράγματα: σπόρια, ρούχα, φαγητά. Αλλά αυτός απέριψε όλες τις εισηγήσεις και της είπε ότι θα ήθελε να πουλά λαμπερά κόκκινά βραχιόλια και πήλινα δοχεία όμορφα σχεδιασμένα.
Η μητέρα του τού έδωσε τα λεφτά για να επενδύσει στην επιχείρηση. Αγόρασε ένα μεγάλο καλάθι γεμάτο γυαλικά και κάθισε στην πλατεία της αγοράς περιμένοντας τον ερχομό των πελατών.
Καθώς τα μεταξένια χρώματα της πραμάτειας του ζωντάνευαν όμορφα όταν ο ήλιος έπαιζε μαζί τους, οι αντανακλώμενες αχτίδες παρέσυραν τις σκέψεις του πέρα από τον ουρανό, πολύ πολύ ψηλά. “Θα πουλήσω αυτά τα πράγματα με κέρδος δέκα τοις εκατό, σήμερα,” σκέφτηκε. “Μ’ αυτά τα λεφτά, θα αγοράσω ψεύτικα μαργαριτάρια τα οποία θα πουλήσω για αληθινά. Σίγουρα θα κερδίσω εκατό ρούπιες μ’ αυτό τον τρόπο. Μ’ αυτά τα λεφτά, θα αγοράσω μερικές κατσίκες. Θα γεννούν κάθε έξι μήνες, και έτσι σύντομα θα έχω ένα ολόκληρο κοπάδι. Με τις κατσίκες, θα αγοράσω αγελάδες. Μετά, με το που θα αποκτήσω μοσχάρια, θα τα πουλήσω και θα αγοράσω βουβάλια σ’ αντάλλαγμα. Με το κέρδος από την πώληση των βουβαλιών, θα αγοράσω φοράδες. Όταν αυτές γεννήσουν πουλάρια, θα αποκτήσω πολλά άλογα. Θα τα πουλήσω και θα πάρω άφθονο χρυσάφι. Με το χρυσάφι αυτό θα κτίσω ένα κάστρο στην κορυφή του βουνού, περιτριγυρισμένο από αμπέλωνες. Ο Μαχαραγιάς τουΧαστιναπούρα θα ακούσει γι’ αυτό και θα μου προσφέρει το χέρι της κόρης του, Καουσαλία, με μια μεγάλη προίκα. Θα δεχτώ να την παντρευτώ και θα αποκτήσω ένα γιο απ’ αυτή. Όταν το αγόρι θα είναι αρκετά μεγάλο ώστε να χοροπηδά πάνω στα πόδια μου, θα καθήσω στην αυλή του παλατιού μου και θα του γνέψω να έρθει να παίξει μαζί μου. Σε λίγο θα εκνευριστώ από τις ζαβολιές του και θα τον κακομεταχειριστώ και θα τον επιπλήξω. Θα αρχίσει να κλαψουρίζει και θα φωνάξω στη γυναικά μου να έρθει να τον πάρει. Θα είναι απασχολημένη με τις δουλειές του σπιτιού, κι έτσι θα πάω κοντά της και θα της δώσω μια τόσο δυνατή κλωτσιά που τα κόκαλά της δε θα γνωρίσουν ποτέ ξανά την ανάπαψη.”
Η δύναμη και η βιαιότητα αυτού του συναισθήματος μετέτρεψε την σκέψη του ονειροπολήματός του σε πράξη, και, ω, έδωσε μια τόσο οργισμένη κλωτσιά, που όλα τα γυάλινα και πήλινα προϊόντα που βρίσκονταν στο καλάθι του, έγιναν χίλια κομμάτια μπρος στα μάτια του.

ΝΙΚΟΛΑΣ ΑΣΙΜΟΣ

-Δεν έδωσα σε άλλον
τα κλειδιά
ούτε του σπιτιού μου
ούτε της καρδιάς μου.
Αρνήθηκες να τα πάρεις
Φοβήθηκες μήπως
σου ξεκλειδώσω
τη δική σου
καρδιά....

January 2, 2011

Σκιάς φως - Σαν προσευχή

ΣΑΝ ΠΛΗΓΩΜΕΝΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ
ΠΟΥ ΤΟΝ ΠΡΟΔΩΣΑΝΕ ΤΑ ΑΣΤΕΡΙΑ
ΣΑΝ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΜΙΚΡΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ
ΝΑ ΜΗΝ ΞΑΝΑΡΘΟΥΝ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΑ.

ΣΑΝ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΜΙΚΡΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ
ΝΑ ΜΗΝ ΞΑΝΑΡΘΟΥΝ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΑ
ΣΑΝ ΠΛΗΓΩΜΕΝΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ
ΠΟΥ ΤΟΝ ΠΡΟΔΩΣΑΝΕ ΤΑ ΑΣΤΕΡΙΑ.

ΜΟΙΑΖΟΥΝ ΟΙ ΜΕΡΕΣ
ΣΑΝ ΜΑΤΩΜΕΝΗ ΑΣΤΡΑΠΗ
ΚΑΙ ΜΙΑ ΚΑΤΑΡΑ
ΕΧΕΙΣ ΚΡΑΤΗΣΕΙ ΓΙΑ ΕΥΧΗ.

ΜΟΙΑΖΟΥΝ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ
ΣΑΝ ΝΑ ΤΗΣ ΚΛΕΙΣΑΝ ΦΥΛΛΑΚΗ
ΚΑΙ ΜΙΑ ΚΑΤΑΡΑ
ΕΧΕΙΣ ΚΡΑΤΗΣΕΙ ΓΙΑ ΕΥΧΗ.

ΜΟΙΑΖΟΥΝ ΟΙ ΜΕΡΕΣ
ΣΑΝ ΜΑΤΩΜΕΝΗ ΑΣΤΡΑΠΗ
ΚΑΙ ΜΙΑ ΚΑΤΑΡΑ
ΕΧΕΙΣ ΚΡΑΤΗΣΕΙ ΓΙΑ ΕΥΧΗ.

ΜΟΙΑΖΟΥΝ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ
ΣΑΝ ΝΑ ΤΗΣ ΚΛΕΙΣΑΝ ΦΥΛΛΑΚΗ
ΚΑΙ ΜΙΑ ΚΑΤΑΡΑ
ΕΧΕΙΣ ΚΡΑΤΗΣΕΙ ΓΙΑ ΕΥΧΗ.

ΣΑΝ ΟΡΓΙΣΜΕΝΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ
ΠΟΥ ΠΟΛΕΜΑΕΙ ΜΕ Τ' ΑΣΤΕΡΙΑ
ΣΑΝ ΤΗΝ ΑΝΑΜΝΗΣΗ ΖΩΗΣ
ΠΟΥ ΔΕΝ ΥΠΗΡΞΑΝ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΑ.

ΤΩΡΑ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ
Η ΚΑΛΗΝΥΧΤΑ ΠΟΥ' ΧΑ ΠΕΙ
ΤΑ ΦΩΤΑ ΣΒΗΝΟΥΝ
ΣΟΥ ΔΙΝΩ ΠΑΛΙ ΤΗΝ ΕΥΧΗ.

ΕΥΧΗ ΝΑ ΜΕΙΝΕΙΣ
ΕΣΥ ΓΙΑ ΠΑΝΤΟΤΕ ΠΑΙΔΙ
ΚΑΙ ΠΡΙΝ ΝΑ ΦΕΞΕΙ
ΚΑΙ ΜΕΧΡΙ ΝΑ' ΡΘΕΙ Η ΑΥΓΗ.

ΝΑ ΜΕ ΞΥΠΝΗΣΕΙΣ
ΜΕΣΑ ΑΠ' ΑΥΤΗ ΤΗ ΦΥΛΛΑΚΗ
ΕΛΑ ΤΡΑΓΟΥΔΑ
ΚΑΙ ΜΠΕΣ ΚΑΙ ΕΣΥ ΜΕΣ' ΤΗ ΓΙΟΡΤΗ.

ΤΩΡΑ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ
Η ΚΑΛΗΝΥΧΤΑ ΠΟΥ' ΧΑ ΠΕΙ
ΤΑ ΦΩΤΑ ΣΒΗΝΟΥΝ
ΣΟΥ ΔΙΝΩ ΠΑΛΙ ΤΗΝ ΕΥΧΗ.

ΝΑ ΤΗΝ ΠΕΤΑΞΕΙΣ
ΣΑΝ ΜΙΑ ΑΡΡΩΣΤΗ ΣΙΩΠΗ
ΕΛΑ ΤΡΑΓΟΥΔΑ
ΤΩΡΑ ΚΑΙ ΜΠΕΣ ΜΕΣ' ΤΗ ΓΙΟΡΤΗ.

ΣΑΝ ΜΙΑ ΑΝΑΜΝΗΣΗ ΖΩΗΣ ΣΤΑ ΔΥΟ ΣΟΥ ΧΕΡΙΑ
ΟΛΑ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΑΠΟ ΣΕΝΑΝΕ ΝΑ ΦΕΥΓΟΥΝ
ΣΑΝ ΜΙΑ ΑΝΑΜΝΗΣΗ ΖΩΗΣ ΣΤΑ ΔΥΟ ΣΟΥ ΧΕΡΙΑ
ΟΛΟΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΕΣΕΝΑ ΝΑ ΑΠΟΦΕΥΓΟΥΝ


Bruce Dickinson - Darkness Be My Friend

Cold sunlight falling on me
Cold sunlight falling on me
I am a lonely man, sorrow is my friend
Fall asleep as the dawn comes up, a ray of hope again

Hold a crystal vision, for a second, let it pass
Hold a crystal vision, for a moment making last
Summers so quickly gone, darkness be my friend
Nothing lasts forever, but the certainty of change


I am a lonely man, sorrow is my friend

Nothing lasts forever, but the certainty of change

January 1, 2011

Journey - Message of Love

I, walk alone in the dark, without you
And deep, in the shadows I run, without you
And here, here I stand, the king of fools
Now Love's here, where are you
Baby can you hear me
Can you hear me callin'
Baby can you hear my
Message of love
Baby can you hear me
Can you hear me callin',
Baby can you hear my
Message of love
Why, have I waited so long to be there...for you
Now, now I'm ready to give everything...to you
Now love's here, where are you
Baby can you hear me
Can you hear me callin',
Baby can you hear my
Message of love
Baby can you hear me
Can you hear me callin',
Baby can you hear my
Message of love
I hear...but I never listen
I see...and still I'm blind
All alone...lost in the silence, I'm dyin'
Baby can you hear me
Can you hear me callin',
Baby can you hear my
Message of love
Baby can you hear me
Can you hear me callin',
Baby can you hear my
Message of love
Message...do you, do you. do you hear me
Do you hear my message
Baby can you hear me callin', callin'
do you, do you hear me 

έκτακτη ανακοίνωσή.....

Η Εθνική Μετεωρολογική Υπηρεσία, με έκτακτη ανακοίνωσή της, κάνει λόγο για ακραία μουσικά φαινόμενα που θα αρχίσουν από τα βόρεια και δυτικά και βαθμηδόν θα καλύψουν όλη την επικράτεια.....

December 31, 2010

χρόνια πολλά καλή χρονιά να έχουμε.....

"Μία ευχή σας εύχομαι
για τον καινούργιο χρόνο
Την πόρτα σας να τη χτυπά
η ευτυχία μόνο! "

December 30, 2010

“La llorona” : Ενα τραγούδι, ενας μύθος, μια ιστορία..

Είναι η ιστορία μιας γυναίκας, της Llorona
Είναι μια παλιά ιστορία, τόσο παλιά που τ’αχνάρια της χάνονται στο χρόνο. Λένε, πως έφτασε στον καιρό μας από τους ανιστόρητους χρόνους των Αζτέκων..Λενε πως ήτανε κάποτε μια αλήθεια, μα με τα χρόνια γίνηκε θρύλος, πέρασε στον μύθο..Κανείς δεν ξέρει πιά που είναι η αλήθεια, που ο μύθος…

‘Ομως, υπάρχουν υπάρχουν ακόμη άνθρωποι σήμερα, εκεί στην κάποτε παλιά χώρα των Αζτέκων, που λένε πως την είδανε, την βλέπουνε την Llorona τις νύχτες σα βγαίνει από το ποτάμι που κάποτε η ίδια πνίγηκε δίνοντας τέλος στην ζωή της, ντυμένη στ’ άσπρα φωνάζοντας και θρηνώντας για τα παιδιά της π’αναζητά πέρα από τον θάνατο, τα παιδιά της που η ίδια είχε σκοτώσει πάνω στην τρέλλα της γιατί προδόθηκε από τον άντρα π’αγάπησε..


Κι έγινε η ιστορία της μύθος, έγινε τραγούδι, ζεί ως τις μέρες μας.. Κι έγινε η Μαρία εκείνη , η Llorona του μύθου και του θρύλου

The Weeping Woman
(La Llorona)

‘Ητανε, λένε, κάποτε, μια πανέμορφη μα φτωχή κοπέλλα, η Μαρία. Τόσο όμορφιά είχε που κανείς δεν ματάδε. Κανείς άντρας δεν μπορούσε να σταθεί δίπλα της.. γιατί εκείνη πίστευε πως χάριν της ομορφιάς της ήτανε ξεχωριστή. Η περήφανη Μαρία, η ακατάδεχτη..”Οταν θα παντρευθώ, έλεγε, θα πάρω τον πιό ωραίο άντρα στον κόσμο”.

Κάποτε, φάνηκε στο χωριό της ένας πανέμορφος άντρας καβάλλα στ’αλογό του. Ενας ταξιδευτής από τις βόρειες χώρες..Ητανε γιός ενός πλούσιου κτηματία, πολύ δημοφιλής στις γυναίκες...μα φαινότανε πως δεν μπορούσε να πάρει μια γυναίκα.. 'Ακουσε για την Μαρία, την πανώρια κόρη, την είδε και τόβαλε σκοπό να την κατακτήσει…Της έπαιξε σερενάτα μα κείνη δεν έβγαινε ούτε στο παραθύρι της..Της πρόσφερε ακριβά δώρα, μα κείνη τ’ αρνήθηκε. Πίστευε οτι μ’αυτά τα τερτίπια θα κέρδιζε την προσοχή του, γιατί πίστεψε οτι αυτός ήτανε ο άντρας για κείνη.


Κι εκείνος, τότε, γοητευμένος από την αντίσταση της Μαρίας, και για να πετύχει το σκοπό του, αποφάσισε να την κάνει γυναίκα του. . Κι εκείνη, τότε ανταποκρίθηκε με πάθος στον έρωτά του, δίνοντας εμπιστοσύνη σ’ εκείνον τον ωραίο άντρα. Παντρευτήκανε, μα κείνος λίγο καιρό μετά, φλέρταρε με άλλες γυναίκες, έβγαινε τα βράδυα και ξόδευε τα λεφτά σε διασκεδάσεις και τυχερά παιγνίδια..Και σαν κάνανε δύο παιδιά, ούτε που κοίταζε την Μαρία. Ηθελε, λεει, να ταξιδέψει πίσω στις χώρες απόπου είχε έλθει.. Αρχισε να φεύγει για μήνες κάθε φορά. Και σαν επέστρεφε, ήτανε μόνο για τα παιδιά..οχι για την Μαρία.. Κι εκείνη μαράζωνε και το πρόσωπό της γιόμισε σκιές..Και σα νάτανε αλλού πολλές φορές..Της ζήτησε και διαζύγιο να πάρει μια γυναίκα της τάξης του..


Μια μέρα και ενώ η Μαρία ήτανε στο ποτάμι με τα παιδιά, εκείνος εμφανίστηκε με μια άμαξα δίπλα σε μια άλλη γυναίκα πλουσιοντυμένη και κομψή. Σταμάτησε τ’άλογα και μίλησε στα παιδιά του, μα αγνόησε την Μαρία..κι’ ύστερα έφυγε. Η Μαρία οργίστηκε πολύ και μες στην τρέλλα της στιγμής πέταξε τα παιδιά της στο ποτάμι.. Μόλις αντιλήφθηκε τι είχε κάνει, έπεσε μες στο νερό κι άρχισε με αγωνία να τα ψάχνει στο βυθό του ποταμού, μα του κάκου..Το ρεύμα του ποταμού ταχε σύρει μακρυά και κείνα είχανε χαθεί για πάντα..


Την επόμενη μέρα ένας ταξιδιώτης είπε στους χωριανούς για μια ωραία γυναίκα που κοιτότανε νεκρή στο βυθό του ποταμού..Ητανε η Μαρία.Την πήρανε, την ντύσανε μ’ασπρο σάβανο και την θάψανε..


Μα την πρώτη νύχτα εκείνη της ταφής της, ακούσανε ενα κλάμα να φέρνει ο αέρας από το ποτάμι..Μα δεν ήτανε σύριγμα του ανέμου εκείνο..Μια γυναίκα ασπροντυμένη, όπως με σάβανο, περπατούσε πάνω κάτω στην όχθη .Εκλαιγε και θρηνούσε και φώναζε “Που είναι τα παιδιά μου;”


Αυτή είναι η ιστορία, η θλιβερή, της Μαρίας της πεντάμορφης.., στην πιό διαδεδομένη εκδοχή της. Μα, πολλοί ακόμη και στις μέρες μας ορκίζονται πως ακόμη την βλέπουνε να βγαίνει τις νύχτες από το ποτάμι ασπροντυμένη και κλαίγοντας μ’απλωμένα τα χέρια να αναζητά τα χαμένα της παιδιά.. Φυλάνε τα δικά τους τα παιδιά, γιατί εκείνη, λένε, στην αγωνία της της για τα παιδιά της. παίρνει μαζί της τα παιδιά των αλλουνών για δικά της..

Κι έχουνε χαθεί, λένε, παιδιά πολλά έτσι.. και άλλα που γλυτώσανε, λένε, πριν τ’αρπάξει με τα χέρια της και μιλήσανε γιαυτό μετά... Γιαυτό και κεί στο Μεξικό, φτιάξανε τραγούδι, να προστάψουνε τα παιδιά από το φάντασμα της Llorona.
Την ιστορία της την κάνανε τραγούδι για τους άντρες, να προσέχουνε να μην ξελογιαστούν’ από το τραγούδι της σειρήνας που θέλει να τους καταστρέψει


Jazz Music

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Popular Music