December 7, 2010

ΜΩΡΑ ΣΤΗ ΦΩΤΙΑ - ΣΑΛΟΝΙΚΗ (ΜΟΝΟΣ ΣΟΥ ΞΑΝΑ)

αμα δε θελεις μη μιλησεις μονο στασου κ θα δεις
για ποιον στα αληθεια θα αμαρτησεις κ για ποιον θα κολαστεις
με τη καρδια τους δε παιζουν τα κοριτσια στα στενα
ειναι οι σκιες που τις τρομαζουν και μισουν τα σκοτεινα εεε

γιατι ακουν ιστοριες πορνες και μαστροπους
σκυλους κ χουλιγκανς τζαγκις κι αναρχικους
και ξερουν πως τη νυχτα τριγυρνανε καπου εκει
μονο φωτια σου ζητανε μα σπιρτο θασαι εσυ εεε

και ξανα και ξανα και ξανα να μου λεει σ αγαπω
γιατι ειμαι μονη και σε θελω να μου δωσεις αυτα που ζητω
πες μου τι θες πες μου τι θες και τι δινεις
αποψε το βραδυ στο δρομο σκοταδι
η σαλονικη μοιαζει να ναι η πολη που τρομαζει εεε


γιατι ακουν ιστοριες πορνες και μαστροπους
σκυλους και χουλιγκανς τζαγκις και αναρχικους
και ξερουν πως τη νυχτα τριγυρνανε καπου εκει
μονο φωτια σου ζητανε μα σπιρτο θασαι εσυ εεε

και ξανα και ξανα και ξανα να μου λεει σ αγαπω
γιατι ειμαι μονη και σε θελω να μου δωσεις αυτα που ζητω
πες μου τι θες πες μου τι θες και τι δινεις
αποψε το βραδυ στο δρομο σκοταδι
κι η σαλονικη μοιαζει να ναι η πολη που τρομαζει εεε

μονος σου ξανα μονος σου ξανα μονος σου ξανα
μονος σου ξανα γιατι ειμαι μονος στη σαλονικη
μονος σου ξανα .. μονος εγω ?
μονος σου ξανα .. μονος εγω ?

ΓIΩΡΓΟΣ ΤΣΙΓΚΟΣ & ΜΑΥΡΟΙ ΚΥΚΛΟΙ

Ώρα
Κυριακή, 12 Δεκεμβρίου στις 9:30 μ.μ. - 13 Δεκεμβρίου στις 1:00 π.μ.

ΤοποθεσίαRAINBOW ROCK BAR
ΔΕΚΕΛΕΩΝ 40 - ΓΚΑΖΙ - ΑΘΗΝΑ

Δημιουργήθηκε από

Περισσότερες πληροφορίες 

ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΕΙΣΟΔΟΣ
ΑΝΟΙΓΟΥΝ ΟΙ ΠΟΡΤΕΣ ΣΤΙΣ 21:30

December 6, 2010

Ήταν κάποτε μια γυναίκα.


Ήταν λίγο παράξενη γυναίκα.
Ταξίδευε πολύ: και προς τα μέσα και προς τα έξω.
Καθώς ταξίδευε, η γυναίκα μάζευε: μάζευε λέξεις, μάζευε σκέψεις, μάζευε όνειρα, τραγούδια, ιστορίες, παραμύθια.
Κάποτε η γυναίκα γύρισε από ένα πολύ μακρύ ταξίδι.
Ένιωθε να βαραίνει. Είχε μαζέψει πολλές λέξεις τον τελευταίο καιρό.
Είχε όρεξη μεγάλη να μοιραστεί τις ιστορίες της.
Ήθελε να ξετυλίξει το νήμα με τα παραμύθια της.
Να ξεκρεμάσει από πάνω της τις λέξεις.
Περπάτησε, περπάτησε, περιπλανήθηκε και πλανήθηκε
Ώσπου τα βήματά της την οδήγησαν κοντά σ΄ ένα μεγάλο κήπο.
Τα μάτια της έπεσαν σε μια μεγάλη κόκκινη πόρτα, απέναντι.
Ωραία! είπε η γυναίκα.
Μια κόκκινη πόρτα απέναντι από το περιβόλι
αυτών που κοιμήθηκαν, είναι καλό σημάδι!
Ανέβηκε τα σκαλοπάτια και άνοιξε την πόρτα.
Ήταν μια ήσυχη ώρα, ήταν ολομόναχη.
Άρχισε να αισθάνεται το χώρο.
Ήταν σκοτεινά μα μύριζε ωραία. Μύριζε ζεστασιά
και μύριζε χαρά κι εκείνη ένιωσε καλά.
Ύστερα άκουσε τους ήχους, τα γέλια, τις μουσικές, τις σκόρπιες λέξεις
Ήταν όλα κρεμασμένα τριγύρω:
στο ξύλο, στα κίτρινα τούβλα, στα βελούδα.
Αυτό το μέρος έχει κιόλας πολλές ιστορίες, σκέφτηκε
Γι΄ αυτό θα καλοδεχτεί και τις δικές μου.
Κάθησε, αφουγκράστηκε
Χρειάζομαι μουσική, σκέφτηκε, για να ντύσω τις ιστορίες
Μέσα από τα σκοτάδια ξεκόλλησε μια σκιά
Η γυναίκα την άκουσε - πριν τη δει.
Ηχούσε σαν αέρας, ηχούσε σαν σιωπή,
ηχούσε σαν το χιόνι και σαν τα νερά της βροχής
ηχούσε κι άλλα πολλά που - ακόμα - δεν μπορούσε όλα να τα καταλάβει
Ήρθα να παίξω μουσική για τα παραμύθια σου
είπε ο άντρας που μόλις είχε ξεκολλήσει από τη σκιά.
Έχω ήχους πολλούς πάνω μου που πια με βαραίνουν
Η γυναίκα γέλασε πλατιά
Ωραία! είπε. Έχουμε τις ιστορίες έχουμε τις μουσικές
έχουμε το μέρος κι έχουμε και την ανάγκη να μοιραστούμε
Ανοίξτε την κόκκινη πόρτα
Ανάψτε όλα τα φώτα: να ξέρουν όλοι πως έχουμε γιορτή!
Κι εμείς τους περιμένουμε ν΄ ακούσουν παραμύθια

το rockανιζοντας ειχε χαρακτηριστει σαν spam

το rockανιζοντας ειχε χαρακτηριστει σαν spam και ειχε απενεργοποιηθει ευτυχως για λιγες ωρες μαλιστα μου εβγαζε αυτον τον κωδικο bX-293yx9.... με καινουργιο κωδικο στη google ευτυχως το προβλημα λυθηκε...αν καποιος ξερει περισσοτερα και μπορει να βοηθησει ετσι ωστε να μην μου ξανακοπουν τα ποδια ειναι ευπροσδεκτος

ΕΡΩΤΙΚΟ ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ

Κοιμήσου.
Να 'ναι φωτεινά
τα όνειρά σου
και να πετάνε
πάνω στα φτερά
πολύχρωμων πουλιών.
Σε συννεφένιους δρόμους
να περπατούν
τα γυμνά σου πόδια
και να 'χεις πάντα μεσ' στην καρδιά σου
ένα τριαντάφυλλο
λευκό.
Αστέρια να στολίζουν τα μαλλιά σου
και θάλασσα να μυρίζει
το κορμί σου.
Γλυκά φρούτα
να γεύεσαι
στο στόμα σου
κι ανάλαφρο αεράκι
να σ' αγκαλιάζει
και να σε ταξιδεύει
πέρα μακριά
πάνω απ' τα επιβλητικά βουνά
του ύπνου.
Λουλούδια
να κρατάς στα χέρια σου
και την ομορφιά τους
να τραγουδάς
με τη φωνή σου
όλη νύχτα.
Χαμόγελα το πρωί
να σε καλημερίζουν
στο κρεβάτι
καθώς θ' ανοίγεις
τα μάτια σου
παράθυρα
στον ήλιο.

πηγη 

December 5, 2010

Then by Yes

And in a time that's closer, life will be even bolder then.
Souls will be complicated, life will be consummated then.
Hearts will be brought together soon in our minds forever then.
As long as we see there's only us, who can change it;
Only us to rearrange it at the start of a new kind of day.
And in a time that's closer, life will be even bolder then.
Love is the only answer, hate is the root of cancer then.
Thoughts will be thought together, soon in our minds forever then.

Love is the only answer, hate is the root of cancer then.
Truth is just for the being and there's the sight for seeing then.
Thoughts will be brought together soon in our minds forever then.
As long as we see there's only us, who can change it;
Only us to rearrange it at the start of a new kind of day.
And in a time that's closer, life will be even bolder then.
Love is the only answer, hate is the root of cancer then.
Thoughts will be thought together, soon in our minds forever then.



My Sunday Feeling - Jethro Tull

My Sunday feeling is coming on over me.
My Sunday feeling is coming on over me,
Now that the night is over.
Got to clear my head so I can see.
Till I get to put together,
that old feeling won't let me be.

Won't somebody tell me where I laid my head last night?
Won't somebody tell me where I laid my head last night?
I really don't remember,
But with one more cigarette and I think I might.

Till I get to put together,
well that old feeling can't get me right.

Need some assistance, have you listened to what I said?
Need some assistance, have you listened to what I said?
Oh, I don't feel so good.
Need someone to help me to my bed.
Till I get to put together,
that old feeling is in my head.


ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ

Έχω φίλους
κάτι σκιάχτρα
που μεσ' στη νύχτα
είναι κρυμμένοι,
λευκά πουκάμισα
με σηκωμένα τα μανίκια.
Με φιγούρες μοιάζουν
του ονείρου
δραπέτες
απ' τη φυλακή της μέρας.
Αλκοόλ και τσιγάρα
λιγοστεύουν το κορμί τους
κι είναι η λαλιά τους
βαριά λαϊκά
και τα βήματά τους
επικίνδυνα ζεϊμπέκικα.
Είναι όμως πολύ μικρό
το γοητευτικό τους παραμύθι,
κάτω από κόκκινα φώτα
θα αγκαλιαστούν με τον έρωτα
κάτω από μεθυσμένα αστέρια
θα συναντηθούν με το θάνατο.
 

December 4, 2010

Μιλτιάδης Πασχαλίδης + Lexicon Project | Live @ Club Mylos

live  τωρα

http://www.yourmedia.gr/gr/pasxalidis.htm

Celtic Cross - Louden

Γιατί μερικές φορές τα λόγια απλά περιττεύουν...




December 3, 2010

ΤΟ ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ Οδυσσέας Ελύτης

Θα πενθώ πάντα μ' ακούς;για σένα,
μόνος, στον Παράδεισο

                                              Ι
Θα γυρίσει άλλου τις χαρακιές
Της παλάμης, η Μοίρα, σαν κλειδούχος
Μια στιγμή θα συγκατατεθεί ο Καιρός

Πως αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι
Θα παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας
Και θα χτυπήσει τον κόσμο η αθωότητα
Με το δριμύ του μαύρου του θανάτου.

                                           II
Πενθώ τον ήλιο και πενθώ τα χρόνια που έρχονται
Χωρίς εμάς και τραγουδώ τ' άλλα που πέρασαν
Εάν είναι αλήθεια

Μιλημένα τα σώματα και οι βάρκες που έκρουσαν γλυκά
Οι κιθάρες που αναβόσβησαν κάτω από τα νερά
Τα «πίστεψέ με» και τα «μη»
Μια στον αέρα, μια στη μουσική

Τα δυο μικρά ζώα, τα χέρια μας
Που γύρευαν ν' ανέβουνε κρυφά το ένα στο άλλο
Η γλάστρα με το δροσαχί στις ανοιχτές αυλόπορτες
Και τα κομμάτια οι θάλασσες που ερχόντουσαν μαζί
Πάνω απ' τις ξερολιθιές, πίσω απ' τους φράχτες
Την ανεμώνα που κάθισε στο χέρι σου
Κι έτρεμε τρεις φορές το μωβ τρεις μέρες πάνω από
        τους καταρράχτες

Εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ
Το ξύλινο δοκάρι και το τετράγωνο φαντό
Στον τοίχο, τη Γοργόνα με τα ξέπλεκα μαλλιά
Τη γάτα που μας κοίταξε μέσα στα σκοτεινά
Παιδί με το λιβάνι και με τον κόκκινο σταυρό
Την ώρα που βραδιάζει στων βράχων το απλησίαστο
Πενθώ το ρούχο που άγγιξα και μου ήρθε ο κόσμος.
                                                  III
Έτσι μιλώ για σένα και για μένα

Επειδή σ' αγαπώ και στην αγάπη ξέρω
Να μπαίνω σαν Πανσέληνος
Από παντού, για το μικρό το πόδι σου μες στ' αχανή σεντόνια
Να μαδάω γιασεμιά - κι έχω τη δύναμη
Αποκοιμισμένη, να φυσώ να σε πηγαίνω
Μέσ' από φεγγερά περάσματα και κρυφές της θάλασσας στοές
Υπνωτισμένα δέντρα με αράχνες που ασημίζουνε
Ακουστά σ' έχουν τα κύματα
Πως χαϊδεύεις, πως φιλάς
Πως λες ψιθυριστά το «τι» και το «ε»
Τριγύρω στο λαιμό στον όρμο
Πάντα εμείς το φως κι η σκιά

Πάντα εσύ τ' αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά
Το βρεμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά
Ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες
Τα δετά τριαντάφυλλα, το νερό που κρυώνει
Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά που μεγαλώνει
Το γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας που το ανοίγει εγώ
Επειδή σ' αγαπώ και σ' αγαπώ
Πάντα εσύ το νόμισμα κι εγώ η λατρεία που το εξαργυρώνει:



Τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο
Τόσο η στάλα στον αέρα, τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ' ουρανού με τ' άστρα
Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή
Που πια δεν έχω τίποτε άλλο
Μες στους τέσσερις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα
Να φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου
Να μυρίζω από σένα και ν'αγριεύουν οι άνθρωποι
Επειδή το αδοκίμαστο και το απ' άλλου φερμένο
Δεν τ' αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ' ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν αγάπη μου

Να μιλώ για σένα και για μένα.
                                         IV
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν, μ' ακούς
Δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα, μ' ακούς
Το χαμένο μου αίμα και το μυτερό, μ' ακούς
Μαχαίρι
Σαν κριάρι που τρέχει μες στους ουρανούς
Και των άστρων τους κλώνους τσακίζει, μ' ακούς
Είμ' εγώ, μ' ακούς
Σ' αγαπώ, μ'ακούς
Σε κρατώ και σε πάω και σου φορώ
Το λευκό νυφικό της Οφηλίας, μ' ακούς
Που μ' αφήνεις, που πας και ποιος, μ' ακούς

Σου κρατεί το χέρι πάνω απ' τους κατακλυσμούς

Οι πελώριες λιανές και των ηφαιστείων οι λάβες
Θα 'ρθει μέρα, μ' ακούς
Να μας θάψουν, κι οι χιλιάδες ύστερα χρόνοι
Λαμπερά θα μας κάνουν πετρώματα, μ' ακούς
Να γυαλίσει επάνω τους η απονιά, μ' ακούς
Των ανθρώπων
Και χιλιάδες κομμάτια να μας ρίξει

Στα νερά ένα ένα, μ' ακούς
Τα πικρά μου βότσαλα μετρώ, μ' ακούς
Κι είναι ο χρόνος μια μεγάλη εκκλησία, μ' ακούς
Όπου κάποτε οι φιγούρες
Των Άγιων
Βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ' ακούς
Οι καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ' ακούς
Ένα πέρασμα βαθύ να περάσω
Περιμένουν οι άγγελοι με κεριά και νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δεν πάω, μ' ακούς
Ή κανείς ή κι οι δύο μαζί, μ' ακούς

Το λουλούδι αυτό της καταιγίδας και, μ' ακούς
Της αγάπης
Μια για πάντα το κόψαμε
Και δε γίνεται ν' ανθίσει αλλιώς, μ' ακούς
Σ' άλλη γη, σ' άλλο αστέρι, μ' ακούς
Δεν υπάρχει το χώμα, δεν υπάρχει ο αέρας
Που αγγίξαμε, ο ίδιος, μ' ακούς
Και κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ' άλλους καιρούς
Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ' ακούς
Να τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ' ακούς
Μες στη μέση της θάλασσας
Από μόνο το θέλημα της αγάπης, μ' ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ' ακούς
Με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου, άκου
Ποιος μιλεί στα νερά και ποιος κλαίει -ακούς;
Ποιος γυρεύει τον άλλο, ποιος φωνάζει ακούς;
Είμ' εγώ που φωνάζω κι είμ' εγώ που κλαίω, μ' ακούς
Σ' αγαπώ, σ' αγαπώ, μ' ακούς.
                                            V
Για σένα έχω μιλήσει σε καιρούς παλιούς
Με σοφές παραμάνες και μ' αντάρτες απόμαχους
Από τι να 'ναι που έχεις τη θλίψη του αγριμιού
Την ανταύγεια στο πρόσωπο του νερού του τρεμάμενου
Και γιατί, λέει, να μέλλει κοντά σου να ρθώ
Που δε θέλω αγάπη αλλά θέλω τον άνεμο
Αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τον καλπασμό

Και για σένα κανείς δεν είχε ακούσει
Για σένα ούτε το δίκταμο ούτε το μανιτάρι
Στα μέρη τ' ψηλά της Κρήτης τίποτα
Για σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός να μου οδηγεί το χέρι
 
Πιο δω, πιο κει, προσεχτικά σ' όλο το γύρο
Του γιαλού του προσώπου, τους κόλπους, τα μαλλιά
Στο λόφο κυματίζοντας αριστερά
Το σώμα σου στη στάση του πεύκου του μοναχικού
Μάτια της περηφάνιας και του διάφανου
Βυθού, μέσα στο σπίτι με το σκρίνιο το παλιό
Τις κίτρινες νταντέλες και το κυπαρισσόξυλο
Μόνος να περιμένω που θα πρωτοφανείς
Ψηλά στο δώμα ή πίσω στις πλάκες της αυλής
Με τ' άλογο του Αγίου και το αυγό της Ανάστασης

Σαν από μια τοιχογραφία καταστραμμένη
Μεγάλη όσο σε θέλησε η μικρή ζωή
Να χωράς στο κεράκι τη στεντόρεια λάμψη την ηφαιστειακή
Που κανείς να μην έχει δει και ακούσει
Τίποτα μες στις ερημιές τα ερειπωμένα σπίτια
Ούτε ο θαμμένος πρόγονος άκρη άκρη στον αυλόγυρο
Για σένα ούτε η γερόντισσα μ' όλα της τα βοτάνια
 
Για σένα μόνο εγώ, μπορεί και η μουσική
Που διώχνω μέσα μου αλλ' αυτή γυρίζει δυνατότερη
Για σένα το ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χρονώ
Το στραμμένο στο μέλλον με τον κρατήρα κόκκινο
Για σένα σαν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή
Που βρίσκει μες στο σώμα και που τρυπάει τη θύμηση
Και να το χώμα, να τα περιστέρια, να η αρχαία μας γη.
                                                 VI
Έχω δει πολλά και η γη μέσ' απ' το νου μου φαίνεται ωραιότερη
Ωραιότερη μες στους χρυσούς ατμούς
Η πέτρα η κοφτερή, ωραιότερα
Τα μπλάβα των ισθμών και οι στέγες μες στα κύματα
Ωραιότερες οι αχτίδες όπου δίχως να πατείς περνάς
Αήττητη όπως η Θεά της Σαμοθράκης πάνω από τα βουνά
       της θάλασσας

Έτσι σ' έχω κοιτάξει που μου αρκεί
Να 'χει ο χρόνος όλος αθωωθεί
Μες στο αυλάκι που το πέρασμα σου αφήνει
Σαν δελφίνι πρωτόπειρο ν' ακολουθεί

Και να παίζει με τ' άσπρο και το κυανό η ψυχή μου!
Νίκη, νίκη όπου έχω νικηθεί
Πριν από την αγάπη και μαζί
Για τη ρολογιά και για το γκιούλ μπρισίμι
Πήγαινε, πήγαινε και ας έχω εγώ χαθεί
Μόνος, και ας είναι ο ήλιος που κρατείς ένα παιδί νεογέννητο
Μόνος, και ας είμ' εγώ η πατρίδα που πενθεί
Ας είναι ο λόγος που έστειλα να σου κρατεί δαφνόφυλλο
Μόνος, ο αέρας δυνατός και μόνος τ' ολοστρόγγυλο
Βότσαλο στο βλεφάρισμα του σκοτεινού βυθού
Ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στους καιρούς
        τον Παράδεισο!
                                       VII
Στον Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στη θάλασσα

Με κρεβάτι μεγάλο και πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μες στ' άπατα μιαν ηχώ
Να κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ

Να σε βλέπω μισή να περνάς στο νερό
Και μισή να σε κλαίω μες στον Παράδεισο.



ΤΟ ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ
Οδυσσέας Ελύτης


Θα σου φανερωθώ - Νίκος Ζιώγαλας

Κάτι μας έφερε κοντά
πάνω που τέλειωνε η βραδιά
πάνω που έλεγα να φύγω
το βλέμμα σου με κράτησε ξανά

Το κατάλαβα μόλις σε είδα
ότι μάντεψες σωστά
πως ήθελα μωρό μου να ξεχάσω
τις αναμνήσεις μου και ήρθαμε κοντά

Μη μου κάνεις ερωτήσεις
ψέματα να μη σου πω
την αλήθεια αν θες να δεις
κλείσε τα μάτια σου

Θα σου φανερωθώ
θα σου φανερωθώ

Δεν ξέρω αν θα ‘μαστε μαζί για πάντα
τι πάει να πει παντοτινά
μα νομίζω πως μαζί σου υπάρχει μια ελπίδα
τα αδύνατα να γίνουν δυνατά

Μη μου κάνεις ερωτήσεις
ψέματα να μη σου πω
την αλήθεια αν θες να δεις
κλείσε τα μάτια σου

Θα σου φανερωθώ
θα σου φανερωθώ

Whitesnake-Come an' get it

Are you woman enough
To take a man like me
Baby, I know what you got
You make it easy to see...

Now I wanna give you my loving
Believe me, babe, it’s true
Maybe more than you bargained for,
But, now it’s up to you...

So if you want it, come an’ get it,
I got something for you...
If you want it, come an’ get it,
I’ll leave it up to you...

Are you a women who takes
Anything you want
Or the kind who says that you do
Then tell me later you don’t...

Now I wanna give you my loving
I knew the moment we met
You gotta take me as you find me, baby,
Cos’ what you see is what you get...

So if you want it, come an’ get it,
I got something for you
If you want it, come an’ get it,
I’ll leave it up to you...

Are you woman enough
To take a man like me
Baby, you know what I got
I make it easy to see

So if you want it, come an’ get it,
I got something for you
If you want it, come an’ get it,
I’ll leave it up to you... 


J. Krishnamurti I walked on a path

Περπάτησα σε ένα μονοπάτι μέσα στη ζούγκλα
Το οποίο ένας ελέφαντας είχε φτιάξει,
Και γύρω μου απλώνονταν μια μπλεγμένη άγρια φύση.
Η φωνή της ερήμωσης γεμίζει την μακρινή πεδιάδα.
Και η πόλη είναι θορυβώδης με τις καμπάνες ενός ψηλού ναού.
Πέρα από την ζούγκλα είναι τα μεγάλα όρη,
Ήρεμα και καθαρά.

Στο φόβο της Ζωής
Δημιουργείται ο πειρασμός της θλίψης.

Περιόρισε την ζούγκλα-όχι απλά ένα δέντρο,
Γιατί η Αλήθεια επιτυγχάνεται
Παραμερίζοντας όλα αυτά που έχεις σπείρει.
Και τώρα περπατώ με τον ελέφαντα.


I walked on a path through the jungle
Which an elephant had made,
And about me lay a tangle of wilderness.
The voice of desolation fills the distant plain.
And the city is noisy with the bells of a tall temple.
Beyond the jungle are the great mountains,
Calm and clear.

In the fear of Life
The temptation of sorrow is created.

Cut down the jungle-not one mere tree,
For Truth is attained
By putting aside all that you have sown.

And now I walk with the elephant.
 

December 2, 2010

Sarah Brightman - Scarborough Fair

Are you going to Scarborough Fair?
Parsley, sage, rosemary and thyme
Remember me to one who lives there
He once was a true love of mine

Tell him to make me a cambric shirt
Parsley, sage, rosemary and thyme
Without no seams nor needle work
Then he'll be a true love of mine


Have him wash it in yonder dry well
Parsley, sage, rosemary and thyme
Where ne'er a drop of water e'er fell
And then he'll be a true love of mine


Tell him to find me an acre of land
Parsley, sage, rosemary and thyme
Between salt water and the sea strands
Then he'll be a true love of mine


Tell him to reap it with a sickle of leather
Parsley, sage, rosemary and thyme
And gather it all in a bunch of heather
Then he'll be a true love of mine


Are you going to Scarborough Fair?
Parsley, sage, rosemary and thyme
Remember me to one who lives there
He once was a true love of mine

καλημερα ειπαμε?

Σαν δυο κατακόκκινα σαρκώδη χείλη
τ΄ανοιχτά σου παραθυρόφυλλα
υποδέχονται
  μέσα τους
κάθε πρωί
τoν ήλιο.
Τώρα πια ξέρω
από που κλέβεις
 το φως
 των φιλιών σου.
Τώρα πια ξέρω
 γιατί η καλημέρα
έχει τα χαρακτηριστικά
του προσώπου σου.
καλημερες λοιπον.......
 
  
 
 

ΕΡΩΣ ΚΑΙ ΨΥΧΗ

Mια φορά κι έναν καιρό η κόρη ενός βασιλιά, η Ψυχή ήταν τόσο όμορφη, ώστε οι άνθρωποι άρχισαν να τη θαυμάζουν και να τη λατρεύουν, λησμονώντας ακόμη και την Αφροδίτη.

Η θεά ζήτησε από το γιο της, τον Έρωτα, να τιμωρήσει αυτήν τη θνητή, κάνοντάς την να ερωτευτεί τον πιο αποκρουστικό άντρα του κόσμου. Ο Έρωτας πήρε μαζί τα θανάσιμα βέλη του και δύο κεχριμπαρένια δοχεία – το ένα με το πικρό νερό της λύπης και το άλλο με το γλυκό νερό της χαράς. Η Ψυχή κοιμόταν κι εκείνος έσταξε στα χείλη της μερικές σταγόνες πικρό νερό – όμως, η ομορφιά της άρχισε να τον αιχμαλωτίζει. Ίσα που την άγγιξε με το βέλος του κι εκείνη ξύπνησε• δεν μπορούσε να τον δει, όμως εκείνος είδε τα μάτια της και μαγεμένος από εκείνο το βλέμμα έστρεψε κατά λάθος το ίδιο του το βέλος στον εαυτό του. Πέφτοντας θύμα της δύναμής του, ο Έρωτας ράντισε με το γλυκό νερό τα μαλλιά της Ψυχής, θέλοντας να επανορθώσει το κακό που της είχε κάνει.
Περνούσε ο καιρός, και η Ψυχή εξακολουθούσε να προκαλεί θαυμασμό και λατρεία. Όμως, κανείς δεν την ερωτεύτηκε, κανείς δεν ζήτησε να την παντρευτεί. Απελπισμένοι οι γονείς της πήγανε στο Μαντείο των Δελφών• και ο Απόλλωνας, βαλτός από τον Έρωτα, έδωσε τον τρομερό χρησμό του: «η Ψυχή δεν προορίζεται για γυναίκα κανενός θνητού• ο άντρας της ζει σ’ ένα ψηλό βουνό. Είναι ένα αποκρουστικό τέρας, που κανείς, ούτε θνητός ούτε αθάνατος, δεν μπορεί να του αντισταθεί».
Ποιος θα μπορούσε να αγνοήσει τα λόγια του θεού; Μέσα σε ατμόσφαιρα πένθιμη, ο λαός συνόδεψε με θρήνους τη νύφη στην κορυφή του βουνού και την άφησε εκεί μόνη της. Ενώ εκείνη περίμενε κλαίγοντας , ο Ζέφυρος τη σήκωσε απαλά από τη γη και την πήγε σε μια ανθισμένη κοιλάδα. Η κόρη είδε μπροστά της ένα λαμπρό παλάτι. Γοητευμένη, ακούει μια φωνή να της λέει πως αυτό θα ήταν το σπίτι της από δω και πέρα.
Αργά τη νύχτα, έφτασε και ο κύριος του παλατιού• η Ψυχή δεν μπορούσε να τον δει. Έγειρε δίπλα της κι άρχισε να της μιλάει τρυφερά κι εκείνη δεν φοβόταν πια. Ήξερε πως ο άντρας της ήταν εκείνος που χρόνια περίμενε και ονειρευόταν. Κι ας ήταν τέρας.
Πέρασε καιρός και η Ψυχή άρχισε να νιώθει νοσταλγία για τους δικούς της. Ζήτησε από τον άντρα της να της επιτρέψει να δεχτεί τις δυο της αδελφές για να τους δείξει πόσο ευτυχισμένη ήταν. Εκείνος απλά την προειδοποίησε για τον κίνδυνο που έκρυβε κάτι τέτοιο. Αλλά δεν μπόρεσε ν’ αντισταθεί πολύ στα δάκρυα της και υπέκυψε. Την έβαλε να του υποσχεθεί πως, ό,τι κι αν γινόταν, δεν θα επιχειρούσε ποτέ να τον δει. Έτσι, ο Ζέφυρος έφερε στο παλάτι τις δύο αδελφές της Ψυχής. Η χαρά για την ευτυχία της δεν άργησε να μετατραπεί σε ζήλια• κι όταν έμαθαν ότι δεν είχε δει ποτέ τον άντρα της, βρήκαν τον τρόπο να καταστρέψουν αυτήν την ευτυχία. Της θύμισαν τον χρησμό και την έπεισαν ότι το αποκρουστικό τέρας δεν θ’ αργούσε να την σκοτώσει: «Σκότωσέ τον πρώτη εσύ• πάρε αυτό το μαχαίρι κι όταν κοιμηθεί κάρφωσέ το στην καρδιά του».
Έφυγαν. Εκείνη πάλευε με τους φόβους της και με την αίσθηση ότι δεν μπορεί να ήταν αληθινά τα λόγια τους. Ξεχνώντας τις προειδοποιήσεις του και τις υποσχέσεις της, περίμενε ν’ αποκοιμηθεί. Ύστερα πήρε ένα λυχνάρι και το μαχαίρι και έσκυψε από πάνω του, αποφασισμένη να τον σκοτώσει. Αντί όμως για το αποκρουστικό τέρας είδε τον ομορφότερο από τους θεούς. Το μαχαίρι της έπεσε από τα χέρια και μια σταγόνα καυτό λάδι από το λυχνάρι πέφτει πάνω στο θεό και τον ξυπνάει και χωρίς να πει λέξη πέταξε έξω από το παράθυρο. Φεύγοντας της λέει «Έτσι λοιπόν ανταποδίδεις την αγάπη μου; Η μοναδική σου τιμωρία είναι ότι ποτέ πια δεν θα με ξαναδείς: η αγάπη δεν μπορεί να ζήσει με την καχυποψία». Κι έφυγε.
Τα παρακάλια και το κλάμα της Ψυχής δεν τον λύγισαν. Το παλάτι και η ανθισμένη κοιλάδα εξαφανίστηκαν και η Ψυχή απόμεινε μόνη της σ’ έναν έρημο τόπο.
Τον είχε προδώσει. Τα είχε χάσει όλα. Μία ζωή χωρίς τον Έρωτα όμως δεν μπορούσε να ζήσει. Γύρισε όλον τον κόσμο αναζητώντας τον. Μέρες και νύχτες περπατούσε , το σώμα της γέμισε πληγές• αλλά δεν την ένοιαζε. Ήθελε μόνο να τον βρει, να τη συγχωρέσει, κι αν όχι, να της χάριζε τουλάχιστον τον θάνατο. Κάποτε έφτασε σ’ έναν ναό της θεάς Δήμητρας και σκέφτηκε ότι ίσως εκεί να έβρισκε τον αγαπημένο της. Η θεά συγκινήθηκε από τις προσευχές της δύστυχης κοπέλας και τη συμβούλεψε να πάει στην Αφροδίτη να ζητήσει συγχώρεση .
Η Ψυχή ακολούθησε τη συμβουλή. Η Αφροδίτη τη δέχτηκε αλλά μιλώντάς της με περιφρόνηση της είπε πως αν θέλει να κερδίσει τον Έρωτα θα πρέπει να περάσει αρκετές δοκιμασίες. Την οδήγησε σε μια αποθήκη και τη διέταξε να ξεχωρίσει ένα τεράστιο σωρό από σπόρους μέχρι το βράδυ. Η Ψυχή άρχισε να κλαίει με απόγνωση. Τα μυρμήγκια την άκουσαν, τη λυπήθηκαν και πριν βραδιάσει, η διαταγή της Αφροδίτης είχε εκτελεστεί.
Η δεύτερη δοκιμασία δεν ήταν λιγότερο δύσκολη. Η θεά έδειξε στην Ψυχή τις όχθες ενός ποταμού όπου έβοσκαν χρυσόμαλλα πρόβατα. Ήθελε λίγο από το πολύτιμο μαλλί τους. Τα καλάμια της ψιθυρίζουν πως αφού πιουν τα πρόβατα νερό θα μπορούσε έπειτα να μαζέψει το μαλλί που θ’ απέμενε στα κλαδιά των γύρω θάμνων.
Όμως ούτε το χρυσό μαλλί ήταν αρκετό για να κατευνάσει τη μανία της Αφροδίτης. Δίνει στην Ψυχή ένα άδειο κουτί και τη διατάζει να πάει στον Άδη, στην Περσεφόνη και να της πει: «Η κυρά μου, η Αφροδίτη, σε παρακαλεί να της στείλεις λίγη από την ομορφιά σου, επειδή φροντίζοντας τον πληγωμένο γιο της έχασε ένα μέρος από τη δική της».
Απελπισμένη πια η Ψυχή κίνησε για τον κόσμο του Ερέβους. Και πάλι, μια φωνή την καθοδήγησε πώς θα βρει το δρόμο για το βασίλειο του Πλούτωνα και πώς θα περάσει με ασφάλεια από τον Κέρβερο• και τη συμβούλεψε να μην ανοίξει για κανένα λόγο το κουτί που θα της έδινε η Περσεφόνη.
Η αρχόντισσα του Κάτω Κόσμου δεν αρνήθηκε το αίτημα της Αφροδίτης, κι έτσι η Ψυχή πέρασε κι αυτήν τη δοκιμασία. Καθώς επέστρεφε όμως ξέχασε την τελευταία συμβουλή και άνοιξε το κουτί για να πάρει λίγη από την ομορφιά της θεάς ώστε να μην εμφανιστεί άσχημη μπροστά στον αγαπημένο της Έρωτα.
Το κουτί ήταν άδειο – ή τουλάχιστον η Ψυχή δεν είδε τίποτα. Αμέσως όμως πέφτει στα μισά του δρόμου, βυθισμένη σ’ έναν περίεργο ύπνο. Η Περσεφόνη είχε βάλει μέσα στο κουτί τον Ύπνο της Στυγός.
Όλον αυτόν τον καιρό, ο Έρωτας ήταν στο παλάτι της μητέρας του μέχρι να επουλωθεί πληγή του. Τη στιγμή που η Ψυχή υπέκυπτε στην περιέργειά της, εκείνος είχε πια ανακτήσει τις δυνάμεις του. Βρίσκοντας ένα παράθυρο μισάνοιχτο, πέταξε έξω για να βρει την αγαπημένη του, αφού του ήταν αδύνατο να μείνει μακριά της. Την είδε πεσμένη στο χώμα και την άγγιξε με την άκρη του αργυρού του βέλους: «Για άλλη μια φορά σε νίκησε η περιέργειά σου» της είπε• «ωστόσο, κάνε ό, τι είπε η μητέρα μου και θα φροντίσω εγώ τα υπόλοιπα».
Πράγματι, η Ψυχή παρέδωσε το κουτί στην Αφροδίτη ενώ ο Έρωτας πήγε στον Δία και ζήτησε τη μεσολάβησή του. Ο Ερμής έφερε την Ψυχή στον Όλυμπο, ενώπιον των θεών και της προσέφερε ένα ποτήρι αμβροσία, λέγοντας: «Πιες το, Ψυχή, και θα γίνεις αθάνατη• ο Έρωτας ποτέ δεν θα φύγει από σένα και οι γάμοι σας θα είναι αιώνιοι».
Έτσι μετά από λάθη και δοκιμασίες η Ψυχή ενώθηκε για πάντα με τον Έρωτα κερδίζοντας το δώρο της αθανασίας. Έζησαν για πάντα μαζί κι έκαναν μια κόρη, την Ηδονή.

(μύθος που λένε ότι κατάγεται από την πλατωνική φιλοσοφία της αρχαίας ελληνικής εποχής.θεωρείται αρχέτυπος μυθος και τον βρίσκουμε στις μυθολογίες σχεδόν όλων των λαών.)

December 1, 2010

Twisted Sister - Heavy Metal Christmas

τα χριστουγεννα παντα ηταν και ειναι η πιο αγαπημενη γιορτη...

καλο μας μηνα...


Φρούτα του δάσους Αλκυονίδες μέρες

Χίλια φωτάκια με γρήγορους ρυθμούς
αναβοσβήνουν σε λιμάνια και σταθμούς
έλα μαζί μας για χαμένους θησαυρούς
συνέχεια μου λένε..
Μα το τζάμι μου εμένα είναι θολό
κι έχω πυξίδα που μου δείχνει ένα γκρεμό
ίσως κάποτε να απογειωθώ
στην αγκαλιά σου μου λένε..
Μου λένε..

Τι κι αν γεμίσαν οι χαρές φοβέρες

τι κι αν τελειώσαν όλες μου οι σφαίρες
θα ξαγρυπνάω περιμένοντας
αλκυονίδες μέρες..

Χίλιες εικόνες καθρεφτίζονται μπροστά μου

είναι νεράιδες που μπαλώνουν τα φτερά μου
έλα μαζί στο πανηγύρι μας
συνέχεια μου λένε..
Μα εμένα αυτό που με κρατάει ζωντανό
το έχω χάσει έχει φύγει απο καιρό
ίσως κάποτε να το ξαναβρώ
στην αγκαλιά σου μου λένε..
Μου λένε..

Τι κι αν γεμίσαν οι χαρές φοβέρες

τι κι αν τελειώσαν όλες μου οι σφαίρες
θα ξαγρυπνάω περιμένοντας
αλκυονίδες μέρες.. 

Glenn Hughes - Why don't you stay

there's an old sayin'
that just won't leave my mind
and you know I've been praying
girl you know that you're one of a kind
and I know that you're lonely, baby
and I know you've been sad
and I've been dyin' to see you

there's a picture of you
that's deep inside of my soul
and I wouldn't do
anything you didn't want me to
'cause I get a little worried darlin'
'cause you gotta keep on the right track
and I'm callin' you
so won't you please come back

baby why don't you stay
I can't stop you from leavin'
baby don't go away
you gotta keep on believin'
baby why don't you stay
let's make a brand new start
and let's have a little heart to heart

so let's make a toast
to the times that we've had
'cause I love you the most
thru' the good and thru' the bad
if you want good lovin'
you know where I will be
so won't you please come back
baby come back to me

and let's make a brand new start
'cause the only thing that I want
is for you to be happy, baby

baby why don't you stay...

Jazz Music

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Popular Music